Μοιραστείτε το

Απόφαση 232 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:

Υπερεργασία υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, όπως τα Σάββατα, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25 %), αν η συνολική απασχόληση του κατά τις ημέρες αυτές υπερβαίνει το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας.
Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου αμείβεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν. 435/1976 με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.
 Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ή οκτώ (8) αντίστοιχα ωρών εργασίας ημερησίως (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 498/2016, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 206/2009).
Επακολούθησε όμως ο Ν. 2874/2000, που με τη διάταξη του άρθρου 4 αυτού κατάργησε το θεσμό της υπερεργασίας μέχρι τις 30.9.2005, οπότε η εν λόγω διάταξη αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3386/2005, που επανέφερε τον θεσμό της υπερεργασίας.
Ειδικότερα με τη διάταξη του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ισχύσαντος άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 (πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 του Ν. 3386/2005) καταργήθηκε από 1 Απριλίου 2001 η υπερεργασία για τις επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών και η απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι των 43 ωρών (41η, 42η και 43η ώρα εβδομαδιαίας απασχόλησης) χαρακτηρίσθηκε από το νόμο ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει την υποχρέωση να παράσχει την εργασία του κατά την περί τούτου διακριτική ευχέρεια του εργοδότη.
Η πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως απασχόληση του μισθωτού στις ως άνω επιχειρήσεις θεωρείται κατά την παρ. 3 του ως άνω άρθρου ως υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης.

 

Αριθμός 232/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και τον διακριτικό τίτλο "... ΑΕ" που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Πάσχο, που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Α. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/7/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/ΕΡ-ΔΙ/2005 μη οριστική και 19/ΕΡ-ΔΙ/2011οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 996/2016 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 7/2/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 2 εδάφια α και γ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ' αριθμό …/7 Απριλίου 2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βέροιας Δ. Α., που επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα εταιρεία, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 7.2.2017 και με αριθ. κατάθ. …/7.2.2017 αίτησης αναίρεσης αυτής με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του ανωτέρω Β2 τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου την αναγραφομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (14.11.2017), καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε με την επιμέλεια αυτής νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τον αναιρεσίβλητο και ειδικότερα στη σύνοικο μητέρα αυτού (άρθ. 128 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης κατά την ως άνω δικάσιμο, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά της στο πινάκιο, πρέπει το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου να χωρήσει στη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, παρά την απουσία αυτού.
Με την από 7.2.2017 και με αριθ. κατάθ. …/7.2.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 966/31.10.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης της από 24.4.2014 και με αριθ. κατάθ. …/2014 έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 19/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, η οποία εκδόθηκε μετά τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την με αριθ. 38/2005 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως κατ' ουσία βάσιμη η ως άνω έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, εξαφανίσθηκε η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και έγινε στη συνέχεια εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και για μεγαλύτερο ποσό, η από 22.7.2004 και με αριθ. κατάθ. .../23.7.2004 αγωγή αυτού. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Β.Δ/τος της 28.1/4.2.1938 "περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων" (ΦΕΚ Α` 35) ορίζεται ότι τα φορτηγά αυτοκίνητα, από την άποψη εφαρμογής του παρόντος, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α`, Β`, Γ`), από τις οποίες, η κατηγορία Α` περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ορισμένο εργοδότη φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), η Β` κατηγορία τα φορτηγά αυτοκίνητα των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π. που εξυπηρετούν έκτακτες ανάγκες των δικτύων των εταιρειών αυτών και η κατηγορία Γ` τα φορτηγά αυτοκίνητα των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως, τα φορτηγά λατομείων, ορυχείων και μεταλλείων, ως και τα φορτηγά της κατηγορίας Β' που δεν εξυπηρετούν έκτακτες ανάγκες των δικτύων των εν λόγω εταιρειών. Με τη διάταξη του άρθρου 2 περ. γ του πιο πάνω Β.Δ/τος ορίζεται ότι η απασχόληση των οδηγών και των βοηθών αυτών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ` κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες εβδομαδιαίως και τις 8 ώρες ημερησίως, υπέρβαση δε του κατά το άρθρο αυτό προβλεπομένου ανωτάτου ορίου επιτρέπεται κατά το άρθρο 3 του εν λόγω Β.Δ/τος μόνο καθ` ό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας. Κατά δε το άρθρο μόνο του Β.Δ/τος 882/1961 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρων 2 και 3 του Β.Δ/ τος της 28.1/4.2.1938" (ΦΕΚ Α 224), υπέρβαση του πιο πάνω ημερησίου ωραρίου επιτρέπεται ωσαύτως και λόγω συσσώρευσης εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ` ανώτατο όριο (ΑΠ 498/2016, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 1561/2011), κατόπιν αδείας του οικείου Επιθεωρητή ή Επόπτη Εργασίας ή σε περίπτωση έλλειψης αυτών της οικείας Αστυνομικής Αρχής [η προϋπόθεση αυτή καταργήθηκε με το άρθρο 80 του Ν. 4114/2013].
Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι της γενικής ρύθμισης του άρθρου 3 του ΝΔ/τος 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση [όπως στην προκειμένη περίπτωση οι όροι του άρθρου 3 του Β.Δ/τος 28.1/4.2.1938 ή του άρθρου μόνου του Β. Δ/τος 882/1961], συνιστά παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.
Περαιτέρω, με το άρθρο 3 της 12/1984 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων πάσης φύσεως κλπ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84 (ΦΕΚ Β 182), ο χρόνος εργασίας των οδηγών των ως άνω αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών πάσης φύσεως φορτηγών αυτοκινήτων κλπ (αριθ. κατάθ. Υπ. Εργ. 2.7.1985, πράξη κατάθ. Ειρην. Αθηνών 84/24.7.1985 και ανακ. Κατάθ. Υπ. Εργ. 16973/29.7.1985), που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ Β 720) καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε συνεχόμενων εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων. Τέλος με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β`81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών εν γένει ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχόλησης πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως την συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, όπως τα Σάββατα, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25 %), αν η συνολική απασχόληση του κατά τις ημέρες αυτές υπερβαίνει το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας.
Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου αμείβεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν. 435/1976 με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.
 Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ή οκτώ (8) αντίστοιχα ωρών εργασίας ημερησίως (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 498/2016, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 206/2009).
Επακολούθησε όμως ο Ν. 2874/2000, που με τη διάταξη του άρθρου 4 αυτού κατάργησε το θεσμό της υπερεργασίας μέχρι τις 30.9.2005, οπότε η εν λόγω διάταξη αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3386/2005, που επανέφερε τον θεσμό της υπερεργασίας.
Ειδικότερα με τη διάταξη του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ισχύσαντος άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 (πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 του Ν. 3386/2005) καταργήθηκε από 1 Απριλίου 2001 η υπερεργασία για τις επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών και η απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι των 43 ωρών (41η, 42η και 43η ώρα εβδομαδιαίας απασχόλησης) χαρακτηρίσθηκε από το νόμο ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει την υποχρέωση να παράσχει την εργασία του κατά την περί τούτου διακριτική ευχέρεια του εργοδότη.
Η πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως απασχόληση του μισθωτού στις ως άνω επιχειρήσεις θεωρείται κατά την παρ. 3 του ως άνω άρθρου ως υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Επομένως η πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως υπερωριακή απασχόληση του μισθωτού μπορούσε να είναι είτε νόμιμη (εάν τηρήθηκαν οι κατά νόμο προϋποθέσεις και διαδικασίες έγκρισης), είτε παράνομη. Η έκφραση του νόμου ότι για τις επιχειρήσεις αυτές θεωρείται υπερωριακή απασχόληση η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα επί πλέον απασχόληση (44η, 45η, 46η, 47η και 48η ώρες απασχόλησης) δεν έχει την έννοια ότι ως υπερωρία θεωρείται πλέον μόνον η υπέρβαση του ανώτατου νόμιμου εβδομαδιαίου ωραρίου εργασίας και όχι και η υπέρβαση του ανώτατου ωραρίου της ημερησίας απασχόλησης του μισθωτού, το οποίο μετά την 1 Απριλίου 2001, ελλείψει άλλης ειδικής ρύθμισης, εξακολουθεί να είναι το 8ωρο ή το 9ωρο επί εξαήμερης ή πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης αντίστοιχα (ΑΠ 671/2016, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1223/2013, ΑΠ 1158/2011). Τόσο η παροχή ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης, όσο και η παροχή νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης αμείβεται κατά την παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 από της πρώτης ώρας με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, εφόσον το σύνολο των ως άνω ωρών υπερωριακής απασχόλησης δεν υπερβαίνει τις 120 ώρες ετησίως. Για τις πέραν των 120 ωρών ιδιόρρυθμης ή νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 435/1976. Τέτοια διάταξη είναι εκείνη του εδ. γ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 435/1976 που προβλέπει αμοιβή των πέραν των 120 ωρών νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης προσαυξημένη κατά 75%. Αντιθέτως στην περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου (δηλαδή το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο με προσαύξηση 150% επ' αυτού) κατά την παρ.5 του ιδίου άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 (ΑΠ 671/2016, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 101/2008). Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία για τις περιπτώσεις παράνομης υπερωριακής απασχόλησης ορίζει το ύψος της αποζημίωσης στο εν λόγω ποσοστό επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου, χωρίς πλέον να συνδέεται η ως άνω απαίτηση με αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως όριζε προηγουμένως η διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 435/1976, προκύπτει ότι μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 2874/2000 (από 1.4.2001), ο μισθωτός δεν έχει πλέον δύο διακριτές αξιώσεις σε περίπτωση παράνομης υπερωριακής του απασχόλησης, αλλά μόνο μία αξίωση αποζημίωσης, για τη θεμελίωση της οποίας μάλιστα δεν απαιτείται η επίκληση των προϋποθέσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 671/2016, ΑΠ 206/2009, ΑΠ 196/2008). [Σημειώνεται ότι τα ως άνω ποσοστά των προσαυξήσεων για την επαναφερθείσα υπερεργασία και την παράνομη υπερωριακή απασχόληση μειώθηκαν αρχικά με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 σε 25% και 100% αντίστοιχα και με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 σε 20% και 80% αντίστοιχα]. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης που κρίνει επί αγωγής με αντικείμενο την καταβολή αποδοχών για παροχή υπερεργασίας, ιδιόρρυθμης υπερωρίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης λόγω υπέρβασης από το μισθωτό του χρόνου απασχόλησης αυτού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αρκεί να διαλαμβάνεται σε αυτήν, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η διάρκεια της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά περίπτωση, καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, απ' όπου προκύπτουν συνακόλουθα οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, ενώ δεν απαιτείται επί πλέον ειδικός προσδιορισμός καθ` ημέρα της υπερωριακής εργασίας του μισθωτού και συγκεκριμένα η αναγραφή των ημερομηνιών κατά τις οποίες ο μισθωτός απασχολήθηκε υπερωριακά (σχετ. ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 842/2003, ΑΠ 2168/2007 επί ζητήματος αοριστίας της αγωγής), ούτε απαιτείται η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της παρεχομένης υπερωριακής εργασίας και γενικότερα του χρόνου έναρξης και λήξης της ημερήσιας εργασίας ανά ημέρα απασχόλησης, διότι κρίσιμο είναι εάν η διάρκεια απασχόλησης του μισθωτού κατά την συγκεκριμένη περίοδο υπερέβη και για πόσες ώρες το νόμιμο ημερήσιο (ή το συμβατικό εβδομαδιαίο επί υπερεργασίας) ωράριο εργασίας των μισθωτών της κατηγορίας του ενάγοντος και όχι το πότε άρχισε και το πότε τελείωσε η εργασία του μισθωτού. Είναι δε καθόλα επιτρεπτός ο προσδιορισμός των ωρών αυτών κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα (σχετ. ΑΠ 414/2017, ΑΠ 1977/2013, ΑΠ 2168/2007).
Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή όπου υπό την επίφαση αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του τα εξής: "Ο ενάγων [και ήδη αναιρεσίβλητος] προσλήφθηκε στη Βέροια στις 27.1.1997 από την εναγομένη [και ήδη αναιρεσείουσα] εταιρεία, η οποία ασχολείται με την επεξεργασία και την εμπορία ξύλου, με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως επαγγελματίας οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ρυμουλκού μετά συρομένου [ενν. ρυμουλκουμένου] μικτού βάρους 40 τόνων, κατέχοντας τη νόμιμη προς τούτο επαγγελματική άδεια οδήγησης (Ε' κατηγορίας). Ως αμοιβή του συμφωνήθηκε να του καταβάλλει τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις εκάστοτε Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. για την ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών αυτοκινήτων. Ο ενάγων, σύμφωνα τις υποδείξεις της εναγομένης, οδηγούσε τα με αριθμούς ..., ..., ..., ... και ... φορτηγά αυτοκίνητα ιδιοκτησίας της, εκτελώντας εσωτερικό δρομολόγιο με χρόνο εργασίας πενθήμερο την εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή, προσφέροντας τις υπηρεσίες του από ώρα 08.00 έως 16.30 καθημερινά. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητεί η εναγομένη. Στην επιχείρηση της τελευταίας εργάσθηκε μέχρι και την 18.5.2004, οπότε και απολύθηκε από αυτή, διά του νομίμου εκπροσώπου της Μ. Φ., απροειδοποίητα και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης του. Τα αυτοκίνητα (φορτηγά) της εναγομένης που οδηγούσε ο ενάγων, υπάγονταν κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 του β.δ. της 28.1/4.2.1938 στη Γ' κατηγορία και έτσι για τον ενάγοντα, οδηγό αυτών, ίσχυε η πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, με χρόνο εργασίας τις 40 ώρες κατά εβδομάδα και ημερήσια απασχόληση τις 8 ώρες. Η εναγομένη όμως από το έτος 2001 (σημ. από τότε αρχίζει η πυκνότητα των μακρινών δρομολογίων) δεν τηρούσε το ωράριο αυτό, υποχρεώνοντας τον ενάγοντα να απασχολείται συχνά πέραν του συμβατικού και του νόμιμου ωραρίου του. Με το φορτηγό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ενάγων, μετέφερε τα προϊόντα επεξεργασμένης ξυλείας από την έδρα της απασχόλησής του στο … σε πόλεις της Ελλάδας (Άρτα, Πρέβεζα, Γιάννενα, Κέρκυρα, Αγρίνιο, Αλεξανδρούπολη, Ορεστιάδα, Κομοτηνή, Ξάνθη, Χαλκίδα, Κόρινθο, Θήβα και Λαμία). Ειδικότερα αυτός από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης παραλάμβανε έμφορτο το φορτηγό, στο οποίο κοτσάριζε την καρότσα του (διαδικασία ζεύξης) και ήλεγχε τη δυνατότητα ασφαλούς μεταφοράς των εμπορευμάτων. Ακολούθως ταξίδευε προς τον προορισμό του. Εκεί υπήρχε ειδικό συνεργείο εκφόρτωσης των εμπορευμάτων. Περαιτέρω, κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου αποδείχθηκε, ότι τα μακρινά δρομολόγια που πραγματοποιούσε από το 2001 ήταν κατά μέσο όρο δύο (2) κάθε εβδομάδα. Στη διαδικασία φόρτωσης των προϊόντων στη δεύτερη καρότσα του οχήματός του, που διαρκούσε μέχρι και δύο ώρες, ο ενάγων δεν βρισκόταν υποχρεωτικά στο χώρο φόρτωσης και δεν διατηρούσε τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση, έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή να οδηγεί το αυτοκίνητο και να προσεγγίζει αυτό ή να απομακρύνει από το χώρο αυτό, καθότι σ' αυτήν προέβαινε το εξειδικευμένο προς τούτο προσωπικό της επιχείρησης, στο οποίο παρέδιδε την καρότσα μετά το ξεκοτσάρισμά της, πριν αναχωρήσει για να ξεκουρασθεί. Εφόσον ο ενάγων κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν τελούσε σε γνήσια ετοιμότητα εργασίας, ο χρόνος αυτός δεν συνυπολογίζεται στις ώρες εργασίας του. Άλλο δε χρόνο δεν απασχολήθηκε ο ενάγων στην επιχείρηση της εναγομένης. Επομένως, ο ενάγων ενόψει των προαναφερθέντων και λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του σε σχέση με τις ανάγκες και το αντικείμενο εμπορίας της εναγομένης, των τόπων όπου μετέβαινε και των αποστάσεων που διήνυε, εργαζόταν κάθε εβδομάδα κατά μέσο όρο δέκα (10) ώρες πέραν του νομίμου [ενν. συμβατικού] ωραρίου του (ήτοι δύο ώρες ημερησίως πέραν του οκταώρου επί πέντε εργάσιμες ημέρες) δηλαδή σαράντα (40) ώρες το μήνα (ήτοι 10 ώρες την εβδομάδα επί 4 εβδομάδες). Περαιτέρω αποδεικνύεται [...]. Για το γεγονός ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου του, σαφής υπήρξε η κατάθεση του συναδέλφου του Γ. Α., με την υπ' αριθ. …/13.10.2005 ένορκη βεβαίωσή του, ο οποίος μετά λόγου γνώσης κατέθεσε [...]. Ενισχύεται η κατάθεση του αυτή, για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, και με τη συνδυαστική εκτίμηση της με αριθ. …/2009 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, στην οποία καταγράφονται μετά από εξέταση, από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα Γ. Σ., των ταχογράφων των φορτηγών αυτοκινήτων της εναγομένης που οδηγούσε ο ενάγων, οι ημέρες και οι ώρες εργασίας καθημερινά, για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, στις οποίες εμφαίνονται και οι ώρες άλλων δραστηριοτήτων, όπως η αναμονή και η φόρτωση των εμπορευμάτων. Εξάλλου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, η διάρκεια πραγματικής κίνησης που γίνεται με φορτηγό, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος [ενν. συνολική] ήταν δεκάωρη και εβδομαδιαίως πενήντα ώρες. Εφόσον ο ενάγων, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, τουλάχιστον από το έτος 2001 της εργασιακής του σύμβασης, υπερέβαινε τις περισσότερες φορές το νόμιμο ημερήσιο και το εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας του και απασχολούνταν με το καθεστώς της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, οι εντός των πέντε εργασίμων ημερών ώρες απασχόλησής του, που υπερβαίνουν το εβδομαδιαίο ωράριο των 40 ωρών, θα αμειφθούν ως εξής: 1) Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 μέχρι 31.3.2001, οι πρώτες πέντε (5) ώρες εβδομαδιαίας τέτοιας απασχόλησης, που υπερβαίνουν το νόμιμο [ενν. συμβατικό] ωράριο των 40 ωρών συνιστούν [...] υπερεργασία και θα αμειφθούν με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, οι δε υπόλοιπες πέραν των 45 ωρών συνιστούν παράνομη υπερωριακή απασχόληση και 2) για το χρονικό διάστημα από 1.4.2001 μέχρι 18.5.2004 υπό το καθεστώς του Ν. 2874/2000, οι πρώτες τρεις (3) ώρες ανά εβδομάδα απασχόλησης, που υπερβαίνουν το νόμιμο [ενν. συμβατικό] ωράριο των 40 ωρών συνιστούν ιδιόρρυθμη υπερωρία και θα αμειφθούν με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, οι δε υπόλοιπες πέραν των 43 ωρών συνιστούν παράνομη υπερωριακή απασχόληση, αφού πραγματοποιήθηκαν χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις και θα αμειφθούν με αποζημίωση ίση με 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα αυτής, δηλαδή το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 150%, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το Ν. 3385/2005". Στη συνέχεια, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με βάση τις κατά την επίδικη περίοδο ισχύσασες από 30.3.2001 Σ.Σ.Ε. (με χρόνο έναρξης της ισχύος από 1.1.2001), 14/2002 Δ.Α. (με χρόνο έναρξης της ισχύος από 1.1.2002), 15/2003 Δ.Α. (με χρόνο έναρξης της ισχύος από 1.1.2003), και 20/2004 Δ.Α. (με χρόνο έναρξης της ισχύος από 6.1.2004) για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων πάσης φύσεως υπολόγισε για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα της ισχύος αυτών τις προκύπτουσες αμοιβές για παροχή υπερεργασίας 5 ωρών εβδομαδιαίως (μέχρι 31.3.2001), ιδιόρρυθμης υπερωρίας 3 ωρών εβδομαδιαίως (από 1.4.2001 μέχρι την απόλυσή του) και παράνομης υπερωρίας 5 ωρών (μέχρι 31.3.2001) και 7 ωρών (από 1.4.2001 μέχρι την απόλυσή του) εβδομαδιαίως, που ανέρχονταν συνολικά σε 24.870,08 ευρώ, εξαφάνισε, κατά παραδοχή ως βάσιμου σχετικού λόγου έφεσης του ενάγοντος - εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου, την οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε απορρίψει την αγωγή, ως προς τα κεφάλαια αυτά ως αβάσιμη κατ' ουσία, με το αιτιολογικό ότι δεν αποδείχθηκε η παροχή υπερεργασιακής ή υπερωριακής απασχόλησης, στις περιπτώσεις δε που είχε λάβει τοιαύτη απασχόληση από τον ενάγοντα είχε καταβληθεί σε αυτόν η οφειλομένη γι' αυτήν αμοιβή, και μετά ταύτα, δικάζοντας την αγωγή, επιδίκασε στον ενάγοντα, μεταξύ άλλων ποσών (αμοιβή για εργασία Σαββάτων, διαφορές στις αποδοχές και στα επιδόματα εορτών και αδείας, αποζημίωση απόλυσης), και το πιο πάνω χρηματικό ποσό, επιδικάζοντας συνολικά σε αυτόν το ποσό των 34.245,28 ευρώ.
Με τον πρώτο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι διαλαμβάνει αντιφατικές αιτιολογίες και ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι τα μακρινά δρομολόγια που πραγματοποιούσε ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος από το έτος 2001 ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε δύο (2) εβδομαδιαίως, στη συνέχεια αντιφατικά και αυθαίρετα προσδιορίζει τον (συνολικό) αριθμό των ωρών απασχόλησης του αναιρεσίβλητου κατά μέσο όρο σε δέκα (10) ώρες ημερησίως επί καθημερινής βάσης και σε πενήντα (50) ώρες εβδομαδιαίως, ενώ με βάση τις ως άνω παραδοχές έπρεπε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η υπέρβαση του ωραρίου λάμβανε χώρα τις ημέρες που αυτός πραγματοποιούσε μακρινά δρομολόγια, ήτοι δύο φορές την εβδομάδα και όχι σε καθημερινή βάση. Περαιτέρω, με τον τρίτο, από τον αριθμό 19 (και όχι από τον αριθμό 13 που αφορά την κατανομή του βάρους απόδειξης) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι περιέχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, διότι ανεπιτρέπτως προσδιορίζει την υπέρβαση της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του αναιρεσίβλητου κατά μέσο όρο, ενώ λόγω της διαφορετικής φύσης της υπερωρίας (που κρίνεται από την υπέρβαση του νόμιμου ημερησίου ωραρίου) και της υπερεργασίας (που κρίνεται από την υπέρβαση του συμβατικού εβδομαδιαίου ωραρίου), ο σχετικός προσδιορισμός έπρεπε να προσδιορισθεί επακριβώς ανά ημέρα και ανά εβδομάδα. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα ο πρώτος λόγος είναι αβάσιμος, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι ο αναιρεσίβλητος πραγματοποιούσε υπέρβαση του ωραρίου του μόνο τις ημέρες που πραγματοποιούσε μακρινά δρομολόγια και ότι μόνο τις ημέρες αυτές η απασχόληση του διαρκούσε δύο ώρες πέραν του οκταώρου, ούτε ότι η πραγματοποίηση των μακρινών δρομολογίων (μετάβαση - επιστροφή) ολοκληρωνόταν σε μία εργάσιμη ημέρα, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα στον ως άνω αναιρετικό λόγο. Αντιθέτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και τη φύση της εργασίας του αναιρεσίβλητου οδηγού σε σχέση με τις ανάγκες και το αντικείμενο εμπορίας της αναιρεσείουσας, τους τόπους όπου μετέβαινε και τις αποστάσεις που διήνυε, δέχθηκε ότι από τις αρχές του 2001 (οπότε αρχίζει και η πυκνότητα των μακρινών δρομολογίων) ο αναιρεσίβλητος απασχολείτο τις εργάσιμες ημέρες κατά μέσο όρο συνολικά δέκα (10) ώρες ημερησίως και πενήντα (50) ώρες εβδομαδιαίως και με βάση τις παραδοχές αυτές προέβη στον υπολογισμό της αμοιβής του για το διάστημα από 1.1.2001 έως 18.5.2004 για παρασχεθείσα υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωρία και παράνομη υπερωρία, οι δε παραδοχές του αυτές της προσβαλλομένης απόφασης είναι πλήρεις και σαφείς και στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της. Εξ άλλου είναι καθόλα επιτρεπτός ο προσδιορισμός των ωρών υπερεργασίας, ιδιόρρυθμης υπερωρίας και παράνομης υπερωρίας κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή τον μήνα, τόσο για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, όσο και για την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Οι ίδιοι λόγοι κατά το μέρος που πλήττουν την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς την υπέρβαση του εβδομαδιαίου συμβατικού και του νομίμου ημερησίου ωραρίου απασχόλησης του αναιρεσίβλητου, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ ορίζεται ότι με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απορρίψει την αγωγή εν όλω ή εν μέρει, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, τη δε απόφαση αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιο αυτής μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο, αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή ή το οικείο μέρος αυτής, όσο και ως προς την ένσταση. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του στο Εφετείο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 ΚΠολΔ (ΑΠ 684/2014, ΑΠ 1710/2012, ΑΠ 979/2003). Πολλώ δε μάλλον ο ενάγων που, επικαλούμενος κακή εκτίμηση των αποδείξεων, πλήττει την απορριπτική απόφασή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στο σύνολό της, δεν υποχρεούται να διαλάβει ειδικό παράπονο για την (μερική) παραδοχή της ένστασης, που άλλωστε συνιστά ισχυρισμό του εναγομένου καταλυτικό της ασκουμένης με την αγωγή αξίωσης. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 338 παρ. 1, 339, 240, 524 παρ. 1 και 529 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την επανεκτίμηση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εγγράφων που είχαν προσκομισθεί με επίκληση στην πρωτοβάθμια δίκη και είχαν εκτιμηθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απαιτείται να επαναπροσκομισθούν αυτά με επίκληση στην κατ' έφεση δίκη. Η βεβαίωση στην προσβαλλομένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι αυτά είχαν προσκομισθεί και ληφθεί υπόψη από αυτό δεν αρκεί, ενώ από καμία διάταξη νόμου δεν θεωρείται ότι το έγγραφο που προσκομίσθηκε με επίκληση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο με το περιεχόμενο που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι είχε (ΑΠ 581/1975). Τέλος ανέλεγκτη αναιρετικά είναι η εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης για συμπλήρωση των αποδείξεων ή παροχή επεξηγήσεων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 του ΚΠολΔ (ΑΠ 104/2012, ΑΠ 1612/2006, ΑΠ 714/1986).
Με τον δεύτερο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση εξόφλησης που αυτή προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με το αιτιολογικό ότι αυτή δεν αποδείχθηκε, ενήργησε στην προκειμένη περίπτωση εκτός των πλαισίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Και τούτο διότι, ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την οριστική απόφασή του ότι δεν αποδείχθηκαν οι πραγματικές ώρες απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου για την επικαλουμένη από αυτόν υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωρία από τα προσκομισθέντα έγγραφα (ταχογράφους σε συνδυασμό με τα πορίσματα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης) και τις καταθέσεις των μαρτύρων και ότι για τις (τυχόν) επί πλέον ώρες απασχόλησης γινόταν ανά εβδομάδα υπολογισμός της οφειλομένης αμοιβής και καταβολή αυτής, όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες και αναγραφόμενες σε αυτήν από 28.2.2003, 31.1.2003, 31.3.2003, 30.4.2003, 30.6.2003, 30.5.2003, 29.8.2003, 31.7.2003, 31.10.2003, 30.9.2003, 30.11.2003, 30.12.2003, 30.1.2004, 28.2.2004, 31.3.2004 και 30.4.2004 αποδείξεις πληρωμής [16 τον αριθμό], με την ένδειξη "ώρες", με τους λόγους της έφεσης ο εκκαλών - ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος δεν προσέβαλε ειδικά την κρίση της εκκαλουμένης απόφασης ως προς την πληρωμή των ωρών της πέραν του ωραρίου απασχόλησής του, με συνέπεια, ακυρώνοντας με την προσβαλλομένη απόφασή του τις πιο πάνω παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να ενεργήσει πέραν του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Επί πλέον δε και παρά το γεγονός ότι πράγματι οι αποδείξεις αυτές δεν προσκομίσθηκαν από την εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε σε αναιρετική πλημμέλεια, μη λαμβάνοντας υπ' όψη ότι στην εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είχε βεβαιωθεί η προσκομιδή των ανωτέρω εξοφλητικών αποδείξεων και το γεγονός της εξ αυτών προκύπτουσας εξόφλησης, σε κάθε δε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διερευνηθεί το ύψος των πληρωμών προς τον εκκαλούντα - ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης που επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την έρευνα της βασιμότητας του αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ο ενάγων - εκκαλών και ήδη αναιρεσίβλητος, επικαλούμενος με τον δεύτερο λόγο έφεσης κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τόσο ως προς την κρίση του περί μη διενέργειας επί πλέον του ωραρίου του εργασίας, όσο και ως προς την κρίση του περί πληρωμής των όσων επί πλέον ωρών εργασίας αυτός απασχολήθηκε (βλ. σελ 4 υπό στοιχείο 1 εφετηρίου), παραπονέθηκε (μεταξύ άλλων) για την απόρριψη της αγωγής του κατά το κεφάλαιο καταβολής αμοιβής για την παρασχεθείσα από αυτόν πέραν του ωραρίου του απασχόληση και ζήτησε με την έφεση την παραδοχή της αγωγής στο σύνολό της. Επομένως με τον ανωτέρω λόγο έφεσης μεταβιβάστηκαν στο Εφετείο, ως ενιαίο και αδιαίρετο κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο η αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό, όσο και η κατ` αυτής ένσταση εξόφλησης, αφού μάλιστα ρητώς ο εκκαλών παραπονέθηκε για την κρίση της εκκαλουμένης απόφασης περί πληρωμής των πιο πάνω υπερωριών. Έτσι, το Εφετείο, με το να λάβει υπόψη του την ένσταση αυτή, που νομότυπα μεταβιβάστηκε σε αυτό με τον τρόπο που προαναφέρθηκε και αποτέλεσε μέρος του αντικειμένου της ενώπιόν του αχθείσας δίκης, για το οποίο, όπως είχε υποχρέωση, αποφάνθηκε, απορρίπτοντας αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν ενήργησε πέραν του πλαισίου του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και ο περί του αντιθέτου από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης κατά το εν λόγω σκέλος του είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο αληθώς από τον αριθμό 11 εδ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης κατά το έτερο σκέλος του, για εσφαλμένη μη λήψη υπόψη των εξοφλητικών αυτών αποδείξεων με το περιεχόμενο που είχε δεχθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι κατά τα προεκτεθέντα αβάσιμος, εφόσον αυτές δεν προσκομίσθηκαν στη δευτεροβάθμια δίκη. Ο ίδιος λόγος, εάν εκτιμηθεί ότι περιέχει και αιτίαση περί της παρά το νόμο παράλειψης της προσβαλλομένης απόφασης να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθούν αυτές ή και νέες αποδείξεις για τη βασιμότητα των ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτος. Τέλος ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που πλήττει την επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς την υπέρβαση του εβδομαδιαίου συμβατικού και του νομίμου ημερησίου ωραρίου απασχόλησης του αναιρεσίβλητου και ως προς την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει από 1.1.2002 μετά την απάλειψη της φράσης "ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά" με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώληση δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξή του γι' αυτά. Δεν απαιτείται όμως η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 1935/2014, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 273/1011, ΑΠ 1700/2009, ΑΠ 259/2007). Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 338 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να επέλθει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με την περί αποδείξεως απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής πεποίθησης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση με το Ν. 2915/2001 της παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεως απόφασης, με συνέπεια ο από τον αριθμό 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, που αφορά την εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης (άρθ. 338 παρ.1 του ΚΠολΔ) να μην ιδρύεται, όταν δεν έχει εκδοθεί παρεμπίπτουσα (προδικαστική) περί αποδείξεως απόφαση, γιατί η κατανομή του υποκειμενικού βάρους απόδειξης γίνεται με την προδικαστική απόφαση (ΑΠ 699/2012). Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς την συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Επομένως η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του διαδίκου του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων για τη γέννηση της επίδικης έννομης συνέπειας, ιδρύει τον προβλεπόμενο από τον αριθμό 13 του άρθρο 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 791/2017, ΑΠ 493/2015, ΑΠ 606/2015, ΑΠ 122/2014, ΑΠ 1254/2010). Ο αναιρετικός δηλαδή αυτός λόγος προϋποθέτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αμφιβάλλει, οπότε ελέγχεται αναιρετικά η τυχόν εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του δικαστηρίου, δηλαδή αν ο αμφίβολος ισχυρισμός ορθά κρίθηκε ως βάσιμος ή αβάσιμος (ΑΠ 1596/2014). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία περιλαμβάνονται οι ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα), να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009). Ειδικότερα οι ένορκες βεβαιώσεις στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και επομένως πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 767/2011, ΑΠ 1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009). Δεν επηρεάζει όμως τη λήψη αυτών το γεγονός της τυχόν εσφαλμένης αναγραφής του ονόματος του μάρτυρος που κατέθεσε ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, εφόσον από την απόφαση προκύπτει η λήψη υπ' όψη της συγκεκριμένης ένορκης βεβαίωσης. Τέλος ο από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης περί παραβίασης από το δικαστήριο της ουσίας των διατάξεων σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας στο πλαίσιο της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρθ. 340 του ΚΠολΔ) κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του εκτίμησε ως περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστα ισοδύναμα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 593/2014, ΑΠ 479/2010). Κατά συνέπεια από την ως άνω διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των διαδίκων του άρθρου 110 του ΚΠολΔ. Ούτε το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να εκθέσει στην απόφαση τους λόγους της διαφορετικής του εκτίμησής (ΑΠ 865/2017), διότι τότε υπό την επίφαση της συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) και κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος είναι απαράδεκτος. Τέλος το προβλεπόμενο με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Β.Δ/τος της 28.1/4.2.1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Π.Δ/τος 93/1986 (ΦΕΚ Α 33) βιβλίο δρομολογίων, με το οποίο είναι υποχρεωμένοι οι ιδιοκτήτες φορτηγών αυτοκινήτων να εφοδιάσουν τους οδηγούς των και το οποίο οι τελευταίοι οφείλουν να συμπληρώνουν πριν από κάθε εκκίνηση από την αφετηρία ή μετάβαση στο τόπο προορισμού ή επιστροφής με τα αναγραφόμενα στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του ως άνω Β. Δ/τος στοιχεία (ώρα εκκίνησης, άφιξης, είδος φορτίου, τόπος προορισμού), εξομοιώνεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 444 εδ. 1 του ΚΠολΔ, με ιδιωτικό έγγραφο και αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 448 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, πλήρη απόδειξη για όσα γεγονότα και πράγματα αναγράφει, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη κατά της αλήθειας των σχετικών εγγραφών (σχετ. ΑΠ 405/2007 ΑΠ 1122/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες: α) ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων δέχθηκε (εν μέρει) τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου περί υπέρβασης του ωραρίου εργασίας του και συνακόλουθα οφειλής αμοιβής, οι οποίοι δεν αποδείχθηκαν, αφού στηρίχθηκε αποκλειστικά στις προσκομισθείσες από αυτόν ένορκες βεβαιώσεις και δεν έλαβε υπόψη τις προσκομισθείσες από αυτήν περί του αντιθέτου ένορκες βεβαιώσεις, ως και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως τα δελτία δρομολογίων, από τα οποία προέκυπτε το αντίθετο, διαλαμβάνοντας στον αναιρετικό λόγο τις απόψεις της επί συγκεκριμένων περιπτώσεων, με συνέπεια να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, β) δέχθηκε ως αληθή την κατάθεση του μάρτυρα Κ. Κ. με βάση την αρχική με αριθ. .../13.10.2005 ένορκη βεβαίωση αυτού, όπου μάλιστα στην προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται ως Γ. Α. (το ονοματεπώνυμο του αναιρεσίβλητου), της οποίας το περιεχόμενο αναίρεσε αυτός ουσιαστικά κατά ένα μέρος με μεταγενέστερη ένορκή του βεβαίωση, σε κάθε δε περίπτωση από την κατάθεσή του αυτή δεν προέκυπτε η βασιμότητα των ισχυρισμών του αναιρεσίβλητου, αφού το περιεχόμενό της για τη διενέργεια μακρινών δρομολογίων από τον αναιρεσίβλητο αντικρούεται από το περιεχόμενο των ταχογράφων και των ημερήσιων δελτίων δρομολογίων, με συνέπεια να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αριθ. 10 και 11, γ) παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 445 και 448 του ΚΠολΔ σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων και ιδίως των επαγγελματικών βιβλίων όπως είναι οι εγγραφές στο προβλεπόμενο από το νόμο βιβλίο δρομολογίων, ενώ δεν αιτιολογεί γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη οι αντίθετες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, με συνέπεια να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθ. 559 αριθ. 1, 11 και 13 του ΚΠολΔ και δ) δέχθηκε τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, που αφορούσαν την από αυτόν παροχή υπερεργασίας, παράνομης υπερωρίας κλπ, χωρίς να προσκομισθούν προς τούτο αποδεικτικά στοιχεία, ενώ επιχειρηματολογεί στον λόγο αυτό ως προς τις ενδεικτικά αναγραφόμενες σε αυτόν συγκεκριμένες περιπτώσεις, κατά τις οποίες με βάση τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας αποδεικνύεται η μη παροχή εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου του αναιρεσίβλητου, με συνέπεια αυτή να έχει υποπέσει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 10, 12 και 13 του ΚΠολΔ. Με βάση τα προεκτεθέντα και τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης δεν ιδρύονται λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 10 και 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι: α) ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος προϋποθέτει παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και δεν ιδρύεται επί παραβίασης κανόνα του δικονομικού δικαίου, ως οι επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 445 και 448 του ΚΠολΔ, β) εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα έλαβε υπόψη του κατά την προσβαλλομένη απόφαση τα αναγραφόμενα σε αυτήν αποδεικτικά μέσα (τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου μαρτύρων, την με αριθ. …/2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τις με αριθ. ... και .../2005 ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισε με επίκληση ο ενάγων, που λήφθηκαν μετά προηγουμένη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, τις με αριθ. …, … και …/2005 ένορκες βεβαιώσεις, που προσκόμισε με επίκληση η εναγομένη, που λήφθηκαν μετά προηγουμένη νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν, ακόμη και όσα δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου) δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης και γ) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν δέχθηκε ότι, μετά την εξάντληση όλων των νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αμφιβάλλει ως προς την απασχόληση του ενάγοντος πέραν του ωραρίου του και παρά ταύτα δέχθηκε την αγωγή αυτού ως ουσιαστικά βάσιμη, οπότε και μόνο θα ελεγχόταν αναιρετικά στο πλαίσιο του αριθμού 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ η εσφαλμένη κατανομή ανάμεσα στους διαδίκους του κινδύνου της αμφιβολίας του δικαστηρίου, δηλαδή ότι ο ως άνω αμφίβολος ισχυρισμός εσφαλμένα κρίθηκε ως βάσιμος κατ' ουσία. Περαιτέρω κατά το μέρος μεν που με τον ανωτέρω από τον αριθμό 11 περ, γ του ΚΠολΔ λόγο προβάλλεται η αιτίαση της μη λήψης υπ' όψη αποδεικτικών μέσων που με επίκληση προσκομίσθηκαν προς ανταπόδειξη είτε από την αναιρεσείουσα, είτε από τον αναιρεσίβλητο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, με βάση τις ως άνω (υπό στοιχείο α) παραδοχές της προσβαλλομένης, όλα τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπ' όψη. Κατά το μέρος δε που επίσης με αυτόν πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση της αξιοπιστίας ισοδυνάμων κατά νόμο αποδεικτικών μέσων από το δικαστήριο της ουσίας, ο ανωτέρω λόγος είναι απαράδεκτος. Σημειώνεται ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την κατά τα άνω διαφορετική του εκτίμηση. Ούτε επηρεάζει το γεγονός ότι από προφανή παραδρομή στην προσβαλλομένη απόφαση αναγράφηκαν εσφαλμένως τα στοιχεία του μάρτυρα που έδωσε την με αριθμό .../2005 ένορκη βεβαίωση, αφού η συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση είναι εκείνη που λήφθηκε υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας. Εξ άλλου, κατά το μέρος που με τον λόγο αυτόν προβάλλεται η από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αιτίαση της παράβασης των ορισμών του νόμου σχετικά με την δύναμη των εγγραφών στο βιβλίο δρομολογίων που τηρούσε ο αναιρεσίβλητος οδηγός, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, διότι δεν αναφέρονται οι σχετικές εγγραφές. Τέλος, ο ίδιος λόγος, κατά το τελευταίο σκέλος του, με τον οποίο πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης ως κατ' ουσία εσφαλμένη, για τους διαλαμβανόμενους λόγους και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που ενδεικτικά αναφέρονται στον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης. Ζήτημα καταδίκης της αναιρεσείουσας στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, λόγω της ήττας της, δεν γεννάται στην προκειμένη περίπτωση, διότι ο αναιρεσίβλητος λόγω της απουσίας του στην αναιρετική δίκη δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 7.2.2017 και με αριθ. κατάθ. …/2017 αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθ. 996/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Κύλιση στην Αρχή