Μοιραστείτε το

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ


Απόφαση Α.Π.  812 / 2023    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Επίδομα Γάμου
Περίληψη
«Με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 της, από 14.5.2013, ΕΓΣΣΕ ορίστηκε ότι το επίδομα γάμου έχει θεσμικό (μη μισθολογικό) και καθολικό χαρακτήρα, προκειμένου τούτο να μην εμπίπτει στις προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1876/90, που ορίζουν αφενός ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας και αφετέρου ότι βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, που καθορίζονται από ΕΓΣΣΕ, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων.
Δεδομένου, όμως, ότι το επίδομα γάμου περιλαμβάνεται αναμφιβόλως στους μισθολογικούς όρους εργασίας, καθόσον προσδιορίζεται σε ποσοστό επί του κατωτάτου ορίου του βασικού μισθού ή βασικού ημερομισθίου που ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα οικεία συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση ή άλλη διάταξη, όπως προλέχθηκε, και ειδικότερα αποτελεί “μισθό” κατά την έννοια του άρθρου 648 του ΑΚ, επιπλέον δε, είχε ήδη καταργηθεί από 14.5.2013 με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 της 6/28.2.2012 ΠΥΣ, η επαναφορά του με την ως άνω από 14.5.2013 ΕΓΣΣΕ, και μάλιστα υπό τη μορφή θεσμικού όρου, ισχύει μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν καταλαμβάνει τους λοιπούς εργαζόμενους.
Από τα ως άνω εκτεθέντα προκύπτει ότι από 14.5.2013 και εφεξής το επίδομα γάμου δικαιούνται μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων στην, από 14.5.2013, ΕΓΣΣΕ εργοδοτικών οργανώσεων.»



Αριθμός 812/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Μαριάνθη Παγουτέλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 4 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων:1.Α. Ε. του Γ., 2.Α. Α. του Δ., 3.Β. Β. του Γ., 4.Β. Σ. του Κ., 5.Β. Θ. του Ι., 6.Γ. Ε. του Ι., 7.Γ. Σ. -Α. του Ι., 8.Γ. Χ. του Α., 9.Γ. Φ. του Γ., 10.Δ. Π. του Γ., 11.Δ. Μ. του Π., 12.Ζ. Β. του Ν., 13.Θ. Α. του Ν., 14.Κ. Α. του Ε., 15.Κ. Α. του Ε., 16.Λ. Α. του Ν., 17.Μ. Α. του Σ., 18.Μ. Α. του Τ., 19.Μ. Δ. του Γ., 20.Π. Χ. του Χ., 21. Π. Β. του Γ., 22. Τ. του Σ., 23.Ψ. Ν. του Λ., 24. Κ. Σ. του Δ., 25.Μ. Α. του Ν., 26. Β. Μ. του Γ., 27.Τ. Γ. του Σ., 28. Κ. Ι. του Γ., 29.Μ. Κ. του Β., 30. Φ. Ε. του Α., όλοι οι ανωτέρω κάτοικοι ..., Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Λαμπρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αγγελικής Σκουτέρη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Αριθμός 148/2022

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Α. Χριστοφορίδου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Ι. Μιχαλακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη.

Για να δικάσει την από 16 Απριλίου 2019 αίτηση:

των: 1) σωματείου με την επωνυμία “Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών” και τον διακριτικό τίτλο “ΣΕΒ”, που εδρεύει στην Αθήνα (Ξενοφώντος 5), 2) σωματείου με την επωνυμία “Σύνδεσμος Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς” και τον διακριτικό τίτλο “ΣΒΑΠ”, που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 10), 3) σωματείου με την επωνυμία “Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος” και τον διακριτικό τίτλο “ΣΒΘΚΕ”, που εδρεύει στο Βόλο (Ελ. Βενιζέλου 4), 4) σωματείου με την επωνυμία “Σύνδεσμος Βιομηχανιών Στερεάς Ελλάδας” και τον διακριτικό τίτλο “ΣΒΣΕ”, που εδρεύει στα Οινόφυτα (53ο χλμ. Ε.Ο. Αθηνών – Λαμίας, FITCO), 5) σωματείου με την επωνυμία “Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδος” και τον διακριτικό τίτλο “ΣΕΒΠΕ&ΔΕ”, που εδρεύει στην Πάτρα (Βότση 2 και Όθωνος Αμαλίας), 6) σωματείου με την επωνυμία “Σύνδεσμος Θεσσαλικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών” και τον διακριτικό τίτλο “ΣΘΕΒ”, που εδρεύει στην Λάρισα (Λεωφ. Καραμανλή και Βιομηχανίας) και 7) σωματείου με την επωνυμία “Πανελλήνιος Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Βιομηχανικών Περιοχών” και τον διακριτικό τίτλο “ΠΑ.Σ.Ε.ΒΙ.ΠΕ”, που εδρεύει στην Πάτρα (Συνεδριακό Κέντρο Δήμου Αχαΐας-Λουσικά), τα οποία παρέστησαν με τον δικηγόρο Κωστή Μπακόπουλο (Α.Μ. 13027), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ο οποίος παρέστη με την Αγγελική Βερροπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 25ης Φεβρουαρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2010/18/ΕΕ – Αναθεωρημένη συμφωνία‑πλαίσιο για τη γονική άδεια – Εθνική ρύθμιση που εξαρτά τη χορήγηση δικαιώματος γονικής άδειας από την προϋπόθεση της απασχόλησης και της συνακόλουθης υποχρεωτικής ασφάλισης του εργαζομένου στον αντίστοιχο φορέα κοινωνικής ασφάλισης κατά την ημερομηνία γέννησης του παιδιού»

Στην υπόθεση C‑129/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation du Grand-Duché de Luxembourg (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Λουξεμβούργο) με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαρτίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των ρητρών 1.1, 1.2 και 2.1, καθώς και της ρήτρας 2.3, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου για τη γονική άδεια, που συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια που συνήφθη από την UNICE, τη CEEP και τη CES (ΕΕ 1996, L 145, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997 (ΕΕ 1998, L 10, σ. 24), (στο εξής: οδηγία 96/34).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ΧΙ και του Caisse pour l’avenir des enfants (Ταμείου για το μέλλον των παιδιών), σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στη XI δικαίωμα γονικής άδειας προκειμένου να φροντίσει τα δίδυμα παιδιά της, με την αιτιολογία ότι δεν κατείχε αμειβόμενη θέση απασχόλησης κατά τον χρόνο της γέννησής τους.

 Το νομικό πλαίσιο


ΠΕΡΙΛΗΨΗ -ΣΧΟΛΙΑ:
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου έχει κριθεί  με σειρά αποφάσεών του το ζήτημα της συνταγματικότητας των βασικών για την καταγγελία  των αορίστου χρόνου συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων νόμων  2112/1920 και 3198/1955, με τις οποίες πάγια γίνεται δεκτό ότι   διάκριση που γίνεται με τους  νόμους αυτούς ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης  των μισθωτών  αυτών δεν είναι αντισυνταγματική ( βλ. ειδικά τις ΑΠ 1554/2003, 227/2006, 1281/2010  κλπ). Με τη νεότερη απόφαση του Β΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου 64/2020, επαναλαμβάνεται η θέση αυτή του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας και αναφέρει τα εξής: «Η καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου είναι μονομερής  αναιτιώδης  δικαιοπραξία, υποκειμένη στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ. - Δεν είναι καταχρηστική η καταγγελία όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, προκληθείσα από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου, καθώς και σε ανάρμοστη συμπεριφορά προς τον εργοδότη και τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους του - Διάκριση υπαλλήλου-εργάτη - Οι διατάξεις περί καταγγελίας και η πρόβλεψη μικροτέρας αποζημιώσεως για τους εργατοτεχνίτες δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα.

Απόφαση 64 / 2020    (ΣΤ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 64/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 4ης Ιουνίου 2020 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Άρθρα 5 και 7 – Εβδομαδιαία ανάπαυση – Ετήσια άδεια – Ειδικές άδειες μετ’ αποδοχών που παρέχουν τη δυνατότητα απουσίας από την εργασία προς κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών και υποχρεώσεων»

Στην υπόθεση C‑588/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Nacional (ειδικό ανώτερο δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης


Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5 και 7 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 3ης Οκτωβρίου 2019 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων – Λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σύγκριση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης – Απαγόρευση – Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία καθορίζει μεγαλύτερη μέγιστη συνολική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση – Αρχή pro rata temporis – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης – Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Έννοια της “έμμεσης διάκρισης” λόγω φύλου – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Όροι απασχόλησης και εργασίας – Άρθρο 19 – Βάρος αποδείξεως»


Στην υπόθεση C-274/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Arbeits- und Sozialgericht Wien (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικών υποθέσεων Βιέννης, Αυστρία) με απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν τον τρόπο καταγραφής του πραγματικού ημερήσιου χρόνου εργασίας ο οποίος είναι καταλληλότερος για την επίτευξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας των προεκτεθεισών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Η εθνική νομοθεσία που δεν επιβάλει υποχρέωση καταγραφής του ημερήσιου χρόνου εργασίας υπό το πρίσμα της ερμηνείας της σχετικής ρύθμισης από τα εθνικά δικαστήρια αντιτίθεται στο επίδικο ενωσιακό δίκαιο


Υπόθεση C-55/18


Federación de Servicios de Comisiones Obreras (CCOO)
κατά
Deutsche Bank SAE,
παρισταμένων των:
Federación Estatal de Servicios de la Unión General de Trabajadores
(FES-UGT),
Confederación General del Trabajo (CGT),
Confederación Solidaridad de Trabajadores Vascos (ELA),
Confederación Intersindical Galega (CIG)
[αίτηση του Audiencia Nacional
(Κεντρικού Δικαστηρίου, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]


«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Ημερήσια ανάπαυση – Εβδομαδιαία ανάπαυση – Μέγιστη διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας – Άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Οδηγία 89/391/ΕΟΚ – Ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων στον χώρο εργασίας – Υποχρέωση των επιχειρήσεων να εφαρμόζουν σύστημα μετρήσεως του ημερήσιου χρόνου εργασίας»

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Με την  αριθμ. 7/2019 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, κρίθηκε νομολογιακά  για πολλοστή φορά  το θέμα ως προς το δικαίωμα των εργαζομένων,  που απέχουν  από την εργασία τους επί μακρόν λόγω ασθενείας  και ως εκ τούτου  δεν κατέστη δυνατή η λήψη όλων των ημερών αδείας που δικαιούνται να λάβουν, τις αποδοχές της αδείας που δεν έλαβαν και το επίδομα αδείας του συγκεκριμένου έτους.
Προκειμένου να κρίνει η απόφαση αυτή τη σωστή ερμηνεία της παρ. 6 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 και του άρθρου 7 του Π.Δ. 88/1999,  που ρυθμίζουν το θέμα αυτό μόνο ως προς το δικαίωμα των εργαζομένων  να λάβουν μέσα στο έτος τις ημέρες αδείας που δικαιούνται, στηρίχθηκε στο  δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ε.Ε. και στη νομολογία του ευρωπαϊκού δικαστηρίου με βάση την οποία, αν και το δικαίωμα λήψης των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας είναι αρρήκτως συνδεδεμένο με το δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας, ωστόσο  επειδή το δικαίωμα  της ετήσιας άδειας  με αποδοχές των εργαζομένων  συνιστά ουσιώδη  αρχή  του κοινωνικού δικαίου  της Ένωσης και ως εκ τούτου διατηρείται ενεργό και μετά την πάροδο των ορίων της βραχείας ασθένειας  των εργαζομένων,  πρέπει να τους  καταβάλλονται  οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τους  καίτοι δεν  εργάσθηκαν  επί μακρόν μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος  κωλυόμενοι από δικαιολογημένη αιτία  (ασθένεια).

Απόφαση 7 / 2019    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 7/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Περίληψη Απόφασης  18/2019
Δ' Τμήμα  του Σ.τ.Ε. με πρόεδρος Χρήστος Ράμμος Εισηγητής  Ιωάννης Μιχαλακόπουλος  κρίθηκε κατά πλειοψηφία και αποφασίστηκε  ότι δεν παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας η υπ' αριθμ. 75812/6.7.2017 απόφαση του τότε υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης Δήμου Παπαδημητρίου με την οποία καθορίστηκαν οι περιοχές στις οποίες επιτρέπεται η προαιρετική λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές.

Σύμφωνα με την απόφαση, κρίνεται ότι η εν λόγω υπουργική απόφαση δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς η εξαίρεση λειτουργίας των καταστημάτων κατά τις Κυριακές δεν εισήχθη αδιακρίτως, αλλά μόνο στο αναγκαίο και ικανό μέτρο, δηλαδή σε περιφέρειες και περιοχές στις οποίες διαπιστωμένα υφίσταται αξιόλογη -σε εθνική κλίμακα- τουριστική κίνηση.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το άνοιγμα καταστημάτων τις Κυριακές «επιδιώκει θεμιτό και πρόδηλο σκοπό γενικού συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στο τομέα του τουρισμού, η τόνωση και η ενίσχυση του οποίου (τουρισμού) είναι αναγκαία, καθώς αποτελεί βασικό τομέα της εθνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα ενισχύεται και ο ανταγωνισμός, ενώ η λειτουργία των καταστημάτων κατά τις Κυριακές αφορά μέρος της χώρας και συγκριμένες περιόδους του έτους έτσι ώστε να μην τίθεται ζήτημα μετατροπής της εξαίρεσης σε κανόνα».


Αριθμός 18/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄

Απόφαση 232 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:

Υπερεργασία υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, όπως τα Σάββατα, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25 %), αν η συνολική απασχόληση του κατά τις ημέρες αυτές υπερβαίνει το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών ημερησίως στις περιπτώσεις εφαρμογής του συστήματος της πενθήμερης εργασίας υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας.
Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του νόμου αμείβεται, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν. 435/1976 με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.
 Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα (9) ή οκτώ (8) αντίστοιχα ωρών εργασίας ημερησίως (ΑΠ 314/2017, ΑΠ 498/2016, ΑΠ 132/2015, ΑΠ 1561/2011, ΑΠ 206/2009).
Επακολούθησε όμως ο Ν. 2874/2000, που με τη διάταξη του άρθρου 4 αυτού κατάργησε το θεσμό της υπερεργασίας μέχρι τις 30.9.2005, οπότε η εν λόγω διάταξη αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3386/2005, που επανέφερε τον θεσμό της υπερεργασίας.
Ειδικότερα με τη διάταξη του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ισχύσαντος άρθρου 4 του Ν. 2874/2000 (πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 του Ν. 3386/2005) καταργήθηκε από 1 Απριλίου 2001 η υπερεργασία για τις επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών και η απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι των 43 ωρών (41η, 42η και 43η ώρα εβδομαδιαίας απασχόλησης) χαρακτηρίσθηκε από το νόμο ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει την υποχρέωση να παράσχει την εργασία του κατά την περί τούτου διακριτική ευχέρεια του εργοδότη.
Η πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως απασχόληση του μισθωτού στις ως άνω επιχειρήσεις θεωρείται κατά την παρ. 3 του ως άνω άρθρου ως υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης.

 

Αριθμός 232/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση 227 / 2018

Θέμα: Συλλογική σύμβαση εργασίας, Μίσθωση εργασίας, Επίδομα αδείας.

Περίληψη:
Αρχή εύνοιας υπέρ μισθωτών. Η αρχή αυτή, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στην σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής αυτής κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Κατά τη συσχέτιση περισσότερων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή. Τακτικές αποδοχές, Τι περιλαμβάνεται στην έννοια αυτών, βάσει των οποίων υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας. Κανονισμός προσωπικού της «Ο.Λ.Π. Α.Ε.», ο οποίος καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν.δ. 3789/1957 κι έχει ισχύ ουσιαστικού δικαίου. Λιμενεργάτες. Το Εφετείο έσφαλε κατά την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, την οποία εφάρμοσε και για τον υπολογισμό του επιδόματος αδείας των εναγόντων λιμενεργατών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των αποδοχών με βάση την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου «αμοιβή απόδοσης» και της «επικρατέστερη απασχόληση» τους, καθορισμένης από τον Κανονισμό, καταλήγοντας στην κρίση του χωρίς να συγκρίνει το ρυθμισμένο, από δύο πηγές, επίδομα αδείας για να καταλήξει στην ευνοϊκότερη για τους μισθωτούς ρύθμιση, αλλά χρησιμοποιώντας ως βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προέκυπτε από τον Κανονισμό, προβαίνοντας σε μη επιτρεπτή σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών προς εξεύρεση του εν λόγω επιδόματος (Αναιρεί την υπ΄ αριθ. 224/2016 Εφ. Πειραιώς).

Αριθμός 227/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα


Απόφαση 1845 / 2017    (Περίληψη)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 539/1945 κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές τις οποίες θα δικαιούταν εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση. Κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ). Οι ρυθμίσεις του α.ν. 539/1945 διασφαλίζουν υπέρ των εργαζομένων τις ελάχιστες εγγυήσεις ως προς τις άδειες αναψυχής και τις συναφείς αποδοχές και, λόγω του έντονα προστατευτικού χαρακτήρα, τον οποίο έχουν και του στενού δεσμού αυτών με την ικανοποίηση του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Κατά συνέπεια απόκλιση από τις διατάξεις αυτές επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή διατάξεων άλλων πηγών που είναι ευμενέστερες για τον εργαζόμενο κατ’ επιταγή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, η οποία εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής συμβάσεως εργασίας αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών δικαίου διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 5/2011). Οπότε υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να θεωρηθεί η παρεχόμενη με την ως άνω διάταξη, ως προς τις αποδοχές αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, διαζευκτική δυνατότητα χορήγησης των αποδοχών που καθορίζονται για την περίπτωση αυτή με συλλογική σύμβαση
        Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966 (που αφορά στο επίδομα αδείας), των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 υπ’ αριθ. 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως "περί προστασίας του ημερομισθίου" και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και των κατά καιρούς εκδοθεισών υπουργικών αποφάσεων "περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων", συνάγεται ότι ως "συνήθεις αποδοχές", ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις "τακτικές αποδοχές", με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 5/2011). Δεν συμπεριλαμβάνονται όμως σ’ αυτές το επίδομα αδείας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές αδείας (ΑΠ 1334/2014)

Απόφαση 1845 / 2017    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

...ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (= εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως "οικειοθελείς".

Ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την "επιφύλαξη ελευθεριότητας". Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει.

Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την "επιφύλαξη ελευθεριότητας" έχει η διατύπωση της "ρήτρας ανακλήσεως" κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ' επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη ("επιφύλαξη ελευθεριότητας") δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη ("ρήτρα ανακλήσεως") γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως.

 

Α.Π. 1174/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Κύλιση στην Αρχή