Αρείου Πάγου Α.Π. 972/2015
Υπάλληλος μπορεί να χαρακτηρισθεί σύμφωνα με το Ν.Δ. 2655/1953 και εργαζόμενος που έχει περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, αν απασχολείται με αντικείμενο που απαιτεί ιδιαίτερη εμπειρία και υπευθυνότητα όπως στην περίπτωση ψυκτικού, ο οποίος απασχολήθηκε ως εργοδηγός, συντονίζοντας την εργασία περισσοτέρων συνεργείων σε διαφορετικά έργα, παρακολουθώντας την πρόοδο των εργασιών της επιχείρησης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, διαχειριζόμενος χρήματα και μηχανήματα.
Απόφαση 972 / 2015 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 972/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Χριστόφορο Κοσμίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεώργιου Γιαννούλη), Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Γεώργιο Αναστασάκο και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 26η Μαΐου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..., ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟΥ, ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που ... και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ελευθερίου Μαυρή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Χ. Μ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Σημαντήρα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-1-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 511/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 203/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3-6-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 28-11-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.1 του κωδ. ν. 3514/1928, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν.δ. 2655/1953, συνάγεται ότι ο νομικός χαρακτηρισμός ενός εργαζομένου ως υπαλλήλου ή εργάτη εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και, αν μεν αυτή αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο συνίσταται στην παροχή σωματικής ενέργειας, ο μισθωτός θεωρείται εργάτης, ενώ, αντιθέτως, αν η παροχή της εργασίας απαιτεί ιδιαίτερη εμπειρία ή θεωρητική κατάρτιση και, ιδίως, ανάπτυξη πρωτοβουλίας ή ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεσή της, ο μισθωτός φέρει την ιδιότητα του υπαλλήλου, διότι στην περίπτωση αυτή προέχει το πνευματικό στοιχείο. Ειδικότερα, υπάλληλος μπορεί να χαρακτηρισθεί και κάποιος που έχει περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, εφ' όσον απασχολείται σε αντικείμενο που απαιτεί ιδιαίτερη εμπειρία και υπευθυνότητα. Ενώ, αντίθετα, για το χαρακτηρισμό αυτό δεν αρκεί ο εκ μέρους του μισθωτού χειρισμός ή ρύθμιση μηχανικών μέσων, με τα οποία, ως κινητήρια δύναμη λόγω της τεχνολογικής προόδου, αναπληρώνεται στη βιοτεχνική ή βιομηχανική παραγωγή η καταβολή της μυϊκής δύναμης, εφ' όσον δεν συνδυάζεται με την αναγκαιότητα θεωρητικής μορφώσεως ή την ανάληψη πρωτοβουλίας και ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας (ΑΠ 947/2011, ΑΠ 12/2001). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς.
2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, αναφορικά προς το χαρακτηρισμό του αναιρεσιβλήτου ως υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής: Ότι ο εκκαλών (ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος), την 2-6-2002, είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εφεσίβλητη (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρία, που έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση τεχνικών έργων κλιματισμού και τηλεπικοινωνιών, ως βοηθός ψυκτικού. Ότι, ύστερα από τρίμηνη δοκιμαστική υπηρεσία και μέχρι τη λύση της συμβάσεως εργασίας, που επήλθε με την από 2-10-2009 καταγγελία εκ μέρους της εφεσίβλητης, ο εκκαλών, που είχε σχετική προϋπηρεσία, απασχολήθηκε ως εργοδηγός. Ότι, ειδικότερα, ο εκκαλών είχε την επίβλεψη και το συντονισμό συνεργείων, το καθένα από τα οποία συγκροτούνταν από 2 ή 3 πρόσωπα με ειδικότητα ψυκτικού ή βοηθού ψυκτικού και χρησιμοποιούνταν στην εκτέλεση έργων εγκατάστασης κλιματιστικών μονάδων βιομηχανικού τύπου, την οποία η εφεσίβλητη αναλάμβανε εργολαβικά, για λογαριασμό διαφόρων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων ο ΟΤΕ και η COSMOTE. Ότι για την εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών, ο εκκαλών μετέβαινε σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ότι, προς αμοιβαία διευκόλυνση, η εφεσίβλητη είχε θέσει στη διάθεση του εκκαλούντος αυτοκίνητο, κινητό τηλέφωνο και ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ότι στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ήσαν καταχωρημένα τα δεδομένα των εκτελούμενων έργων, για καλύτερο προγραμματισμό και συντονισμό της επίβλεψης αυτών. Ότι ο εκκαλών, για τις δαπάνες των εκτός έδρας μετακινήσεων αυτού και των συνεργείων που επόπτευε, λάμβανε προκαταβολές από την εφεσίβλητη και είχε την υποχρέωση να τις διαχειρίζεται και να αποδίδει λογαριασμό στον αρμόδιο υπάλληλό της. Ότι, πέραν της επίβλεψης, ο εκκαλών ήταν υπεύθυνος για την ανεύρεση εργατών, στους οποίους ανατίθετο εκάστοτε η εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών, οι οποίες ήσαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση των τεχνικών έργων που αναλάμβανε η εφεσίβλητη. Περαιτέρω, μεταξύ των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρεται ότι το Εφετείο, για να καταλήξει σ' αυτές και πέραν των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων και όλων των εγγράφων, στα οποία αναφέρεται γενικά, αξιολόγησε ειδικά α) για το ζήτημα της προηγούμενης εμπειρίας του εκκαλούντος στην άσκηση καθηκόντων εργοδηγού, την από 30-1-2002 βεβαίωση της κυπριακής εταιρίας "Μ. και Μ. Π., Εργοληπτική Εταιρία ΛΤΔ", που φέρεται ως ο προηγούμενος εργοδότης αυτού, β) έγγραφες εντολές εργασίας των ετών 2008 και 2009, οι οποίες φέρονται εκδοθείσες από τις αρμόδιες υπηρεσίες της εφεσίβλητης και στις οποίες ο εκκαλών χαρακτηρίζεται ως εργοδηγός, γ) τις από 27-2-2006, 13-3-2006, 20-3-2006, 15-5-2006, 6-4-2009 και 23-4-2009 αποδείξεις προκαταβολής εξόδων ταξιδίου, δ) έγγραφο χωρίς ημερομηνία, με τον τίτλο "ανάλυση εξόδων ταξιδιών", το οποίο συνδυάζεται με την από 13-3-2006 απόδειξη προκαταβολής και τη σχετική καρτέλα χρεωπιστωτικού λογαριασμού, όπου ο εκκαλών αναφέρεται ως εργοδηγός, υπεύθυνος για τα έξοδα και την απόδοση λογαριασμού, ε) το από 20-9-2007 έγγραφο χορήγησης δανείου ποσού 6.000 ευρώ από την εφεσίβλητη προς τον εκκαλούντα, όπου ο τελευταίος χαρακτηρίζεται ως εργοδηγός και στ) αρκετές από τις αποδείξεις καταβολής των αποδοχών του εκκαλούντος, στις οποίες το ποσό που εκφράζει το ημερομίσθιό του αναγράφεται παραπλεύρως των λέξεων "επίδ. εργοδηγού". Τέλος, σταθμίζοντας τα εκατέρωθεν επιχειρήματα σε σχέση με τις ουσιαστικές του παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε και τα εξής: Ότι ο εκκαλών δεν είχε την κατά το π.δ. 87/1996 άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του ψυκτικού, πλην, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η έλλειψη αυτή δεν ασκεί έννομη επιρροή ως προς το χαρακτηρισμό του εκκαλούντος ως υπαλλήλου ή εργατοτεχνίτη, διότι τα ως άνω καθήκοντα, τα οποία συνιστούσαν το κύριο αντικείμενο της απασχόλησής του, δεν ήσαν έργο τεχνίτη ψυκτικού, για το οποίο θα ήταν απαραίτητη η άδεια, αλλά έργο συντονιστή και επικεφαλής συνεργείων, ήτοι οργανωτικό έργο διοικητικής φύσεως, για την άσκηση του οποίου δεν απαιτείτο άδεια. Ότι τέτοια άδεια δεν είχε ούτε ο Κ. Κ., ο οποίος ήταν ο έτερος, πλην του εκκαλούντος, εργοδηγός, τον οποίο χρησιμοποιούσε η εφεσίβλητη, παρά μόνο οι τεχνίτες ψυκτικοί Γ. Μ., Ε. Χ. και Z. K. Ότι ναι μεν, κατά την πρόσληψη και την απόλυση, η ίδια η εφεσίβλητη χαρακτήρισε τον εκκαλούντα ως βοηθό ψυκτικού, ήτοι εργατοτεχνίτη, πλην, όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για να εξουδετερώσει όλες τις προηγούμενες παραδοχές, σύμφωνα με τις οποίες κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας από τον εκκαλούντα προείχε το πνευματικό στοιχείο. Κατόπιν όλων αυτών, το δικαστήριο της ουσίας χαρακτήρισε τον αναιρεσίβλητο ως υπάλληλο και έκρινε ότι κατά την απόλυσή του έπρεπε να έχει καταβληθεί προς αυτόν αποζημίωση υπαλλήλου, την εκ της οποίας προκύπτουσα διαφορά επιδίκασε, μετά την εξαφάνιση της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
3. Επειδή, με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε ορθώς τις διατάξεις, που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.1) και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του εξέλαβε ως αληθινά. Ειδικότερα, από τη στιγμή που το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν δούλευε ως βοηθός ψυκτικού, αλλά συντόνιζε την εργασία πλειόνων του ενός συνεργείων σε διαφορετικά έργα, παρακολουθούσε την πρόοδο των εργασιών ανατρέχοντας στις σχετικές μελέτες μέσα από ηλεκτρονικό υπολογιστή, αναζητούσε εργάτες για την εκτέλεση δευτερεύουσας σημασίας οικοδομικών εργασιών και διαχειριζόταν πάγια προκαταβολή για την κάλυψη δαπανών του προσωπικού εκτός έδρας, δεν ήταν δυνατό να κρίνει ότι όλα αυτά γίνονταν με αξιοποίηση μόνο ή κατά κύριο λόγο των σωματικών δυνάμεων αυτού και να παραβλέψει ότι, προεχόντως, απαιτούσαν την εμπειρία του και την ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών σε οργανωτικά και διοικητικά θέματα, ανεξάρτητα προς την έλλειψη θεωρητικής κατάρτισης για την άσκηση της ειδικότητας του ψυκτικού. Επομένως, οι πρώτος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με το κύριο μέρος των οποίων υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους ίδιους λόγους πλήττονται, απαραδέκτως (ΚΠολΔ 561 παρ.1), οι ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου.
4. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, ως "πράγματα", τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και των οποίων η μη λήψη υπ' όψη, αν και προτάθηκαν ή η λήψη υπ' όψη, αν και δεν προτάθηκαν, ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, δικονομικού ή ουσιαστικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και οι ισχυρισμοί, που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 11/1996 ΑΠ 632/2008). Το ίδιο περιεχόμενο έχει ο όρος "πράγματα" και κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο δέχτηκε πράγματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο από τους λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι ούτε ο Κ. Κ., που ασκούσε χρέη εργοδηγού στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας, είχε άδεια ψυκτικού, παρά το γεγονός ότι τέτοιο περιστατικό ούτε προτάθηκε από τον αναιρεσίβλητο ούτε αποδείχθηκε [το αντίθετο προέκυπτε], πολύ περισσότερο δεν αποδείχθηκε από ομολογία της αναιρεσείουσας, την οποία φαίνεται να εκτιμά το δικαστήριο της ουσίας αν και ουδαμόθεν μπορούσε να συναχθεί. Παρατηρείται, όμως, ότι το εν λόγω περιστατικό, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή την αναλήθειά του, αναφέρεται σε μη διάδικο και χρησιμοποιείται ως επιχείρημα περί του εάν ο αναιρεσίβλητος, που δεν είχε άδεια ψυκτικού, μπορούσε ή δεν μπορούσε να ασκεί καθήκοντα εργοδηγού στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας. Επομένως, δεν πρόκειται περί "πράγματος", κατά την έννοια που αναφέρθηκε και ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο προσάπτεται στην προβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ή, άλλως αρ.10 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.
5. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 ΚΠολΔ, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου, στο οποίο στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την κρίση του, απέδωσε σε αυτό περιεχόμενο καταδήλως διάφορο του αληθινού, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Αντιθέτως, δεν υπάρχει παραμόρφωση όταν το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τη συνεκτίμηση περισσοτέρων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο έγγραφο, αφού η κρίση αυτή, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 272/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο από τους λόγους της αιτήσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο ανέγνωσε εσφαλμένα τις μισθοδοτικές καταστάσεις, τις οποίες είχε επικαλεσθεί ο αναιρεσίβλητος, όπου εξέλαβε την υπάρχουσα σύντμηση "επίδ. εργοδ." ως έχουσα [δήθεν] την έννοια "επίδομα εργοδηγού", ενώ αληθώς σημαίνει [κατά την άποψη της αναιρεσείουσας] "επίδομα εργοδότη". Και ότι με την παραμόρφωση αυτή οδηγήθηκε στο εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο αναιρεσίβλητος είχε την ιδιότητα του εργοδηγού. Όπως διαπιστώνεται, όμως, από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. παραπάνω, αρ.2), το Εφετείο κατέληξε στο ως άνω πόρισμα από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που είχαν τεθεί υπό την κρίση του, μεταξύ των οποίων πολλά άλλα έγγραφα, τα οποία αξιολόγησε ως δικαστικά τεκμήρια και κάποια από τα οποία μνημονεύει ειδικά στην απόφαση. Επομένως, δεν πρόκειται περί παραμορφώσεως εγγράφου κατά την έννοια που αναφέρθηκε και ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο προσάπτεται στην προβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.20 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 670 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Τέτοια θεωρούνται και ιδιωτικά έγγραφα τα οποία δεν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους (ΚΠολΔ 432, 443), αλλά είναι πρόσφορα για να συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία ως δικαστικά τεκμήρια, προς απόδειξη περιστατικών, τα οποία συμβάλλουν, θετικά ή αρνητικά, στην αναζήτηση της αλήθειας. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.11 περ. α' ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πέμπτο και όγδοο από τους λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να διαγνώσει εάν ο αναιρεσίβλητος, κατά την παροχή της εργασίας του στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας, είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου ή του εργατοτεχνίτη, έλαβε υπ' όψη α) έγγραφες εντολές εργασίας των ετών 2008 και 2009, οι οποίες φέρονται εκδοθείσες από τις αρμόδιες υπηρεσίες της αναιρεσείουσας και στις οποίες ο αναιρεσίβλητος χαρακτηρίζεται ως εργοδηγός, αλλά είναι ανυπόγραφες, β) βεβαίωση προϋπηρεσίας του αναιρεσίβλητου, η οποία, όπως προέκυψε μετά τη συζήτηση στο Εφετείο, ήταν ανακριβής κατά περιεχόμενο και γ) βεβαίωση στην αγγλική γλώσσα, εκδοθείσα από την κατασκευαστική κοινοπραξία με το διακριτικό τίτλο "...", ως εργοδότη του αναιρεσίβλητου μετά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από την αναιρεσείουσα, η οποία εμφανίζει τον αναιρεσίβλητο ως υπάλληλο, αλλά είναι ελλιπώς μεταφρασμένη στα ελληνικά. Παρατηρείται, όμως, ότι από τα έγγραφα αυτά το υπό στοιχείο (γ), ως αναγόμενο σε χρόνο μετά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, αναφέρεται σε γεγονός που δεν μπορούσε να έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τα υπό στοιχείο (α), ακόμη και ανυπόγραφα, μπορούσαν επιτρεπτώς να χρησιμοποιηθούν ως δικαστικά τεκμήρια, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, για το αν κατά την παροχή της εργασίας του αναιρεσίβλητου υπερείχε ή όχι το πνευματικό στοιχείο. Και το υπό στοιχείο (β) αξιολογήθηκε από το δικαστήριο της ουσίας σε χρόνο, κατά τον οποίο αυτό δεν ήταν δυνατό να λάβει υπ' όψη οποιαδήποτε ανακρίβεια, διότι τέτοια δεν είχε προταθεί ενώπιόν του. Επομένως, οι εξεταζόμενοι λόγοι, με τους οποίους προσάπτεται στην προβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ.α' ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Ο ένατος από τους λόγους τη αιτήσεως είναι απαράδεκτος, ως αντιφατικός προς τον όγδοο.
7. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη. Το δικαστήριο της ουσίας έχει την ευχέρεια να μνημονεύει ειδικώς ή και να εξαίρει ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας αυτών. Εκ τούτου, δεν έπεται ότι αγνοούνται κάποια άλλα αποδεικτικά μέσα, αρκεί από το όλο περιεχόμενο της απόφασης να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το αποδεικτικό μέσο, το οποίο προβάλλεται ως μη ληφθέν υπ' όψη, απέβλεπε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, στην απόδειξη πραγματικού γεγονότος που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διότι μόνο ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως και δημιουργεί στο δικαστήριο της ουσίας την υποχρέωση να αξιολογήσει τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει προς απόδειξή του (ΟλΑΠ 14/2005) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος ως προς το χρόνο, κατά τον οποίο ο αναιρεσίβλητος εργαζόταν σε εβδομαδιαία βάση, περιστατικό που είναι ουσιώδες για την επιδίκαση ή μη των πρόσθετων αμοιβών ή αποζημιώσεων, οι οποίες ζητούνται με την ένδικη αγωγή, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο εκκαλών εργαζόταν από την 07:30 ή 08:00 πρωινή ώρα μέχρι την 17:30 ή 18:00 απογευματινή ώρα καθ' εκάστη εργάσιμη ημέρα. Ότι με τον τρόπο αυτό, κατά μέσο όρο, εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως ή 50 ώρες εβδομαδιαίως και υπερέβαινε τόσο το νόμιμο οκτάωρο της ημερήσιας απασχόλησης όσο και το νόμιμο σαραντάωρο της εβδομαδιαίας απασχόλησης, χωρίς τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων, πραγματοποιώντας κατά μεν το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 30-9-2005 ιδιόρρυθμη υπερωρία 3 ωρών και παράνομη υπερωρία 7 ωρών κάθε εβδομάδα κατά δε το χρονικό διάστημα από 1-10-2005 έως 30-9-2009 υπερεργασία 5 ωρών και κατ' εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση 5 ωρών κάθε εβδομάδα. Οπότε, υπολόγισε και επιδίκασε τις προκύπτουσες προσαυξήσεις και αποζημιώσεις. Παρατηρείται, όμως, ότι, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές που αναφέρθηκαν σε άλλη θέση (βλ. παραπάνω, αρ.2), ένας από τους βασικούς πελάτες της αναιρεσείουσας ήταν ο ΟΤΕ και η σχετιζόμενη με αυτόν COSMOTE και ότι η αναιρεσείουσα είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει ενώπιον του Εφετείου αλληλογραφία (τις 224410/29-9-2006, 225293/18-10-2006, 227313/8-12-2006 και 272390/27-12-2007 επιστολές), από την οποία προέκυπτε ότι το προσωπικό της, το οποίο επάνδρωνε τα συνεργεία [στα οποία εργοδηγός ήταν ο αναιρεσίβλητος και τα οποία εκτελούσαν να αναληφθέντα έργα], είχε την άδεια να εισέρχεται στις εγκαταστάσεις μόνο κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες και συγκεκριμένα από 08:00 έως 14:30. Εν όψει, λοιπόν, του ότι το ωράριο, που επέβαλαν οι συγκεκριμένοι πελάτες, είναι σημαντικά διαφορετικό από εκείνο, που δέχεται το Εφετείο, δημιουργείται αμφιβολία ως προς το αν αξιολογήθηκαν και οι ως άνω επιστολές, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στην παραδοχή περί των αληθινών χρονικών ορίων απασχόλησης του αναιρεσίβλητου και δη, αν όχι γενικώς, τουλάχιστον κατά τα χρονικά διαστήματα που συμμετείχε σε συνεργεία προς εκτέλεση έργων υπέρ του ΟΤΕ ή της COSMOTE. Η αμφιβολία αυτή δεν αίρεται από τη γενική αναφορά του δικαστηρίου σε "όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα", που φέρονται ως αξιολογηθέντα, διότι στις ως άνω επιστολές ούτε ρητή ούτε έμμεση αναφορά γίνεται από το Εφετείο (σε αντίθεση προς άλλα έγγραφα, βλ. παραπάνω, αρ.2). Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο, μεταξύ άλλων, επισημαίνεται η ως άνω παράλειψη και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
8. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο ως προς τα κεφάλαια που αναφέρονται σε αξιώσεις, συνδεόμενες με την υπέρβαση των χρονικών ορίων της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά την παροχή εξαρτημένης εργασίας από τον αναιρεσίβλητο στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας και στην εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων. Κατόπιν, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα του έκτου από τους λόγους της αιτήσεως, ο οποίος συνδέεται με τα ως άνω κεφάλαια και με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και αρ.19 ΚΠολΔ, αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 203/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ως προς τα κεφάλαια που αναφέρονται στο σκεπτικό.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση ως προς το αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 23η Ιουνίου 2015. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Ιουλίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ