Απόφαση Α.Π. 812 / 2023 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Επίδομα Γάμου
Περίληψη
«Με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 της, από 14.5.2013, ΕΓΣΣΕ ορίστηκε ότι το επίδομα γάμου έχει θεσμικό (μη μισθολογικό) και καθολικό χαρακτήρα, προκειμένου τούτο να μην εμπίπτει στις προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1876/90, που ορίζουν αφενός ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας και αφετέρου ότι βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, που καθορίζονται από ΕΓΣΣΕ, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων.
Δεδομένου, όμως, ότι το επίδομα γάμου περιλαμβάνεται αναμφιβόλως στους μισθολογικούς όρους εργασίας, καθόσον προσδιορίζεται σε ποσοστό επί του κατωτάτου ορίου του βασικού μισθού ή βασικού ημερομισθίου που ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα οικεία συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση ή άλλη διάταξη, όπως προλέχθηκε, και ειδικότερα αποτελεί “μισθό” κατά την έννοια του άρθρου 648 του ΑΚ, επιπλέον δε, είχε ήδη καταργηθεί από 14.5.2013 με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 της 6/28.2.2012 ΠΥΣ, η επαναφορά του με την ως άνω από 14.5.2013 ΕΓΣΣΕ, και μάλιστα υπό τη μορφή θεσμικού όρου, ισχύει μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν καταλαμβάνει τους λοιπούς εργαζόμενους.
Από τα ως άνω εκτεθέντα προκύπτει ότι από 14.5.2013 και εφεξής το επίδομα γάμου δικαιούνται μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων στην, από 14.5.2013, ΕΓΣΣΕ εργοδοτικών οργανώσεων.»
Αριθμός 812/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Μαριάνθη Παγουτέλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 4 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1.Α. Ε. του Γ., 2.Α. Α. του Δ., 3.Β. Β. του Γ., 4.Β. Σ. του Κ., 5.Β. Θ. του Ι., 6.Γ. Ε. του Ι., 7.Γ. Σ. -Α. του Ι., 8.Γ. Χ. του Α., 9.Γ. Φ. του Γ., 10.Δ. Π. του Γ., 11.Δ. Μ. του Π., 12.Ζ. Β. του Ν., 13.Θ. Α. του Ν., 14.Κ. Α. του Ε., 15.Κ. Α. του Ε., 16.Λ. Α. του Ν., 17.Μ. Α. του Σ., 18.Μ. Α. του Τ., 19.Μ. Δ. του Γ., 20.Π. Χ. του Χ., 21. Π. Β. του Γ., 22. Τ. του Σ., 23.Ψ. Ν. του Λ., 24. Κ. Σ. του Δ., 25.Μ. Α. του Ν., 26. Β. Μ. του Γ., 27.Τ. Γ. του Σ., 28. Κ. Ι. του Γ., 29.Μ. Κ. του Β., 30. Φ. Ε. του Α., όλοι οι ανωτέρω κάτοικοι ..., Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Λαμπρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΟΝ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αγγελικής Σκουτέρη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1488/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 8197/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11-1-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ελπίδα Σιμιτοπούλου. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 553 παρ. 1β', 577, 309 εδ. α', 321 και 495 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε αναίρεση υπόκειται η απόφαση που έχει καταστεί τελεσίδικη κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου, δηλαδή κατά τον χρόνο κατάθεσης του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι δε τελεσίδικη η απόφαση, η οποία, απεκδύοντας τον δικαστή από κάθε περαιτέρω εξουσία, περατώνει τη δίκη επί της αγωγής και δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης.
Συνεπώς, η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου, δηλαδή η απόφαση που εκδόθηκε με την απουσία, πραγματική ή πλασματική, ενός των διαδίκων, έστω και αν στηρίχθηκε στη συναγωγή δυσμενών συνεπειών από την ερημοδικία του (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 46/2022, ΑΠ 45/2020, ΑΠ 1470/2003), υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε επειδή παρήλθε η κατ' άρθρο 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ δεκαπενθήμερη προθεσμία από την επίδοση της ερήμην απόφασης προς άσκηση αυτής είτε επειδή ο δικαιούμενος σε άσκηση αυτής διάδικος, που δικάστηκε ερήμην, παραιτήθηκε νομίμως από το ασκηθέν ένδικο μέσο ή από το δικαίωμα προς άσκηση αυτού, διότι έκτοτε αυτή καθίσταται τελεσίδικη και προσβλητή με αναίρεση, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1β' του ΚΠολΔ. Και αυτό διότι η ύπαρξη ερήμην απόφασης ενεργοποιεί αυτόματα τη δυνατότητα άσκησης κατ' αυτής ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα (άρθρο 502 του ΚΠολΔ), με συνέπεια, όσο διαρκεί η προθεσμία της, ανακοπής ερημοδικίας να αποκλείεται η άσκηση κατ' αυτής, αίτησης αναίρεσης, η οποία, αν παρ' όλα αυτά ασκηθεί, είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού σε σχέση με την αναίρεση δεν υπάρχει διάταξη όμοια με εκείνη του άρθρου 513 παρ. 1 περ. β' εδ. β' του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι κατά των ερήμην αποφάσεων επιτρέπεται έφεση ήδη από τη δημοσίευσή τους. Η απόδειξη της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης γίνεται με την προσκομιδή των σχετικών εκθέσεων επίδοσης ή με τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο δικόγραφο που επιδόθηκε, σε συνδυασμό με βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου ότι δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο (ΑΠ 46/2022, ΑΠ 121/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη από 11-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 2161/7/2022) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθ. 8197/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας ως Εφετείο ερήμην του εφεσιβλήτου, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ' ουσίαν την από 10-1-2018 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 3794/152/2018) έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ' αριθ. 1488/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία η, από 30-12-2015 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 2522/2015) αγωγή: α) θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα ως προς τις εικοστή πέμπτη και τριακοστού των εναγόντων λόγω νόμιμης παραίτησης αυτών από το δικόγραφο, β) απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ως προς τους πρώτη, δεύτερη, πέμπτο, έκτη, έβδομο, ογδόη, ένατο, ενδέκατη, δωδέκατη, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη, δέκατη πέμπτη, δέκατη έκτη, δέκατη έβδομη, δέκατο όγδοο, δέκατη ένατη, εικοστή, εικοστή πρώτη, εικοστή δεύτερη και εικοστό τρίτο των εναγόντων και γ) έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τους τρίτη, τέταρτο, εικοστή τέταρτη, εικοστή έκτη, εικοστή έβδομη, εικοστό όγδοο, εικοστό ένατο, τριακοστή πρώτη και τριακοστό δεύτερο των εναγόντων, υποχρεώθηκε δε το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα εξ αυτών τα αναφερόμενα σ' αυτή, ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, τα οποία αντιστοιχούν σε οφειλόμενο επίδομα γάμου για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 15-5-2013. Η ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδόθηκε στο εφεσίβλητο στις 9-12-2021, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσκομιζόμενης από τους αναιρεσείοντες υπ' αριθ. … έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Ε. Λ., χωρίς να ασκηθεί κατ' αυτής ανακοπή ερημοδικίας από το εφεσίβλητο εντός της νόμιμης προθεσμίας, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του υπ' αριθ. …/10-1-…., πιστοποιητικού του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, που επίσης προσκομίζουν οι αναιρεσείοντες.
Συνεπώς, αυτή κατέστη τελεσίδικη στις 24-12-2021, με την πάροδο άπρακτης της δεκαπενθήμερης προθεσμίας του άρθρου 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Μετά ταύτα, η ένδικη αίτηση αναίρεσης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 12-1-2022, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553 παρ. 1 περ. β', 556 παρ. 1, 558, 564 παρ. 1 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 435/1976 κυρώθηκε από τότε που τέθηκε σε ισχύ, την 13-2-1976, η παρ. 2 της 10/1976 ΔΑ, σύμφωνα με την οποία: α) Στους μισθωτούς, ανεξαρτήτως φύλου, συνεστώτος του γάμου χορηγείται επίδομα γάμου ποσοστού 5% με την προϋπόθεση ότι ο έτερος των συζύγων δεν ασκεί βιοποριστικό επάγγελμα ή δεν συνταξιοδοτείται, β) το επίδομα γάμου υπολογίζεται επί του κατωτάτου ορίου του βασικού μισθού ή βασικού ημερομισθίου που ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα οικεία συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση ή άλλη διάταξη και δεν συμψηφίζεται με τις τυχόν υπέρτερες των κατωτάτων ορίων, πράγματι καταβαλλόμενες αποδοχές, συμψηφίζεται όμως σ' αυτό το τυχόν καταβαλλόμενο επίδομα γάμου ή συζύγου, γ)..., δ) συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αποφάσεις διαιτησίας ή άλλες διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση επιδόματος γάμου σε ποσοστό ή πάγιο ποσό δεν θίγονται με την παρούσα και εξακολουθούν να ισχύουν και να διέπουν τα σχετικά με την παροχή του επιδόματος αυτού, εφόσον: αα) προβλέπουν την παροχή του στους μισθωτούς και των δύο φύλων και ββ) το, με βάση αυτές, οφειλόμενο ποσό επιδόματος γάμου είναι υπέρτερο του, με βάση την παρούσα, διαμορφουμένου. Με την παρ. 2 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου ορίσθηκε, ότι η ως άνω κυρουμένη διάταξη μπορεί να τροποποιείται και να συμπληρώνεται ή να καταργείται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αποφάσεις διαιτησίας και υπουργικές αποφάσεις κατά τη διαδικασία του προϊσχύσαντος Ν. 3239/1955. Στη συνέχεια, με το άρθρο 2 του Ν. 1766/1988 κυρώθηκε η, από 26-1-1988, Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής: "1. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσαν οι διατάξεις των άρθρων 4 και 6 της από 26-1-1988, Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας "καθορισμός συνολικών γενικών κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων των μισθωτών όλης της χώρας και ρύθμιση άλλων θεμάτων", που δημοσιεύθηκε με την αριθ. 10855/88 απόφαση του Υπουργού Εργασίας στο ΦΕΚ 40 τεύχος Β' της 1-2-88". Το άρθρο 4 της εν λόγω ΕΓΣΣΕ αναφέρει τα εξής: "1. Χορηγείται επίδομα γάμου με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις 10/1976, 9/1978, 100/1979 αποφάσεις του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών και το άρθρο 5 της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας της 14-2-1984, όπως έχει τούτο ρυθμιστεί με τις διατάξεις του Ν. 1414/1984. 2. Σε όσες έγγαμες εργαζόμενες γυναίκες δεν καταβάλλεται επίδομα γάμου με βάση τις παραπάνω διατάξεις, χορηγείται επίδομα γάμου επί του βασικού μισθού ή επί του βασικού ημερομισθίου τους από 1η Ιανουαρίου 1988 σε ποσοστό 5% και από 1η Ιανουαρίου 1989 σε ποσοστό 10% συνολικά". Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 4 της από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ, που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 12756/1989 (ΦΕΚ Β' 213/1989) και καταλαμβάνει όλους τους μισθωτούς που εργάζονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, τόσο στον ιδιωτικό τομέα, όσο και στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ (άρθρο 8 παρ. 1 εδ. β' Ν. 1876/1990) "το επίδομα γάμου που χορηγείται σε όλους τους έγγαμους μισθωτούς ανέρχεται σε 10%, ενώ κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 2 της 10/1976 Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών". Τέλος, με το άρθρο 20 παρ. 2 του Ν. 1849/1989 ορίσθηκε, ότι "το προβλεπόμενο από την ως άνω, από 10-3-1989, ΕΓΣΣΕ επίδομα γάμου δικαιούνται και οι άγαμοι γονείς καθώς και οι ευρισκόμενοι σε κατάσταση χηρείας και οι διαζευγμένοι". Από τις διατάξεις αυτές της ΔΑ 10/1976, της από 26-1-1988 ΕΓΣΣΕ, της από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ και του Ν. 1849/1989 προκύπτει ότι όλοι οι έγγαμοι μισθωτοί, οι διαζευγμένοι, οι ευρισκόμενοι σε κατάσταση χηρείας, καθώς και οι άγαμοι γονείς δικαιούνται "επιδόματος γάμου" εκ ποσοστού 10% επί του βασικού μισθού ή ημερομισθίου τους που καθορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες γι' αυτούς ΣΣΕ, ΔΑ ή άλλες διατάξεις (ΟλΑΠ 8/2015). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 "Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας" ορίσθηκε ότι οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε' "Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις", παρ. 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής, καθώς και ότι με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή αυτών των ρυθμίσεων. Σύμφωνα δε με την παρ. 29 του κεφαλαίου Ε' του ως άνω νόμου, τα διαρθρωτικά μέτρα για το επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων περιλαμβάνουν: "Διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων και αναθεώρηση της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων. Οι αλλαγές θα ορίζουν ότι: (i) όλες οι συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να έχουν μια μέγιστη διάρκεια 3 ετών, (ii) οι συλλογικές συμβάσεις που υπάρχουν ήδη για 24 μήνες ή περισσότερο θα λήξουν όχι αργότερα από 1 έτος από την ψήφιση του νόμου, (iii) η περίοδος χάριτος μετά τη λήξη της σύμβασης μειώνεται από τους 6 στους 3 μήνες και (iv) σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η επίτευξη μιας νέας συλλογικής σύμβασης μετά από προσπάθειες τριών μηνών, η αμοιβή θα επανέλθει στον βασικό μισθό συν τα παρακάτω γενικά επιδόματα (αρχαιότητας σε υπηρεσία, τέκνου, εκπαίδευσης και επικινδυνότητας). Αυτό θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι να αντικατασταθεί από όρους που καθορίζονται σε μια νέα συλλογική συμφωνία ή σε νέα ή ατομική σύμβαση. Ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 5 της 6/28-2-2012 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του προαναφερθέντος άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 και εντός του πλαισίου της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014), ορίσθηκε ότι "Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 παύουν να ισχύουν". Αντί των διατάξεων αυτών, με το άρθρο 2 της ως άνω 6/28-2-2012 ΠΥΣ ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Στην παρ. 1 "Οι ΣΣΕ συνάπτονται εφεξής για ορισμένο χρόνο ισχύος, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη". Στην παρ. 2 "ΣΣΕ που βρίσκονται σε ισχύ, ήδη 24 μήνες μέχρι την 14-2-2012 ή και περισσότερο, λήγουν στις 14-2-2013". Στην παρ. 3 "ΣΣΕ που την 14-2-2012 βρίσκονταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών, λήγουν με τη συμπλήρωση τριών (3) ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους, εκτός και αν καταγγελθούν νωρίτερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 του Ν. 1876/1990". Και στην παρ. 4 "Οι κανονιστικοί όροι ΣΣΕ που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι ΣΣΕ που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του Ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα ΣΣΕ, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν: α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις ΣΣΕ που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας ΣΣΕ ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι με την έκδοση της ΠΥΣ 6/28-2-2012 (και σε αντίθεση προς τα μέχρι τότε ισχύοντα με τις καταργούμενες διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990), η λεγόμενη "μετενέργεια" των ΣΣΕ, ήτοι η παράταση της ισχύος κανονιστικών όρων μετά τη λήξη της χρονικής διάρκειας ή την καταγγελία της ΣΣΕ στην οποία περιέχονται, περιορίστηκε ως προς τη διάρκεια και το περιεχόμενο. Ειδικότερα, προκειμένου για ΣΣΕ που είχαν λήξει ή καταγγελθεί πριν από την ισχύ του εξουσιοδοτικού (ως προς την έκδοση της ΠΥΣ) Ν. 4046/2012, η οποία άρχισε την 14-2-2012, ορίσθηκε ότι η "μετενέργεια" ισχύει (γενικώς) μόνο για ένα τρίμηνο και ότι μετά την πάροδο του τριμήνου αυτού περιορίζεται (ειδικώς) μόνο στους κανονιστικούς όρους που αναφέρονται στο βασικό μισθό (ή ημερομίσθιο) και σε τέσσερα (μόνο) επιδόματα, τα οποία κατονομάζονται περιοριστικά και προσδιορίζονται ως "ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας". Οπότε, κατά ρητή πρόβλεψη του νέου νόμου (τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ), οι ατομικές συμβάσεις εργασίας "προσαρμόζονται", για το μέλλον, στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, ήτοι περιλαμβάνουν μόνο τους ως άνω κανονιστικούς όρους που συνεχίζουν να "μετενεργούν" και όχι τους υπόλοιπους. Και, μάλιστα, η προσαρμογή αυτή είναι επιτρεπτό να επέλθει μονομερώς, με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη, σύμφωνη γνώμη των εργαζόμενων. Τέλος, λόγω της γενικότητας που υπάρχει στη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ, τα προαναφερθέντα ισχύουν για όλες τις ΣΣΕ που είχαν λήξει ή καταγγελθεί πριν από την ισχύ του Ν. 4046/2012, ήτοι και γι' αυτές των οποίων οι κανονιστικοί όροι, σύμφωνα με την ήδη καταργηθείσα παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990, είχε θεωρηθεί ότι "μετά την πάροδο εξαμήνου" από τη λήξη ή την καταγγελία "εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας". Η ερμηνεία αυτή συνάγεται από τον ορισμό του τετάρτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ, περί μονομερούς "προσαρμογής" των ατομικών συμβάσεων στο νέο δίκαιο, ήτοι τροποποίησης αυτών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου (ΑΠ 904/2020, ΑΠ 174/2019, ΑΠ 876/2018). Εξάλλου, με την, από 15-7-2010, ΕΓΣΣΕ, το άρθρο 10 της οποίας ορίζει ότι η ισχύς της αρχίζει την 1-1-2010 και λήγει την 31-12-2012, ειδικότερα δε, με το άρθρο 3 αυτής αναπροσαρμόστηκαν τα κατώτατα όρια αποδοχών, ενώ με το άρθρο 4 ορίστηκε ότι τα επιδόματα που προβλέπονται από ΕΓΣΣΕ ή όμοιας έκτασης διαιτητικές αποφάσεις υπολογίζονται επί των γενικών κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων, που διαμορφώθηκαν μετά την αύξηση του προηγούμενου άρθρου. Βάσει της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 2 της 6/28-2-2012 ΠΥΣ, η εν λόγω ΕΓΣΣΕ, η οποία στις 14-2-2012 βρισκόταν σε ισχύ περισσότερο από 24 μήνες, έληξε στις 14-2-2013, η δε μετενέργεια αυτής εκτεινόταν έως 14-5-2013, ήτοι επί ένα τρίμηνο από τη λήξη της, μετά την πάροδο του οποίου εξακολούθησαν να ισχύουν από τους κανονιστικούς όρους αυτής αποκλειστικώς και μόνον εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, ενώ έπαυσε αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σ' αυτήν επίδομα, μεταξύ των οποίων και το επίδομα γάμου. Ακολούθως, με την υπό στοιχ. 2.α διάταξη της υποπαραγράφου ΙΑ.11 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 "Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016" αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990 ως εξής: "Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου." Επακολούθησε η από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ, με συμβαλλόμενα μέρη από πλευράς εργοδοτών α) τη Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., β) την Ε.Σ.Ε.Ε. και γ) τον Σ.Ε.Τ.Ε. και από πλευράς εργαζομένων τη Γ.Σ.Ε.Ε., με έναρξη ισχύος 1-1-2013 και λήξη 31-12-2013 (άρθρο 3), με το άρθρο 1 της οποίας ορίστηκε ότι "1. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι το επίδομα γάμου έχει θεσμικό και καθολικό χαρακτήρα για τους εργαζόμενους όλης της χώρας, εναρμονίζοντας τις ισχύουσες στη χώρα μας διατάξεις δικαίου με τις διεθνώς εφαρμοστέες αρχές της προστασίας της οικογένειας, της διευκόλυνσης συμμετοχής στην αγορά εργασίας, της ισότητας των φύλων, της συμφιλίωσης εργασιακής και επαγγελματικής ζωής, της αξιοπρεπούς εργασίας. 2. Επαναλαμβάνεται και διατηρείται σε ισχύ κωδικοποιημένη η διάταξη σειράς προηγούμενων Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., Διαιτητικών Αποφάσεων και κυρωτικών τους νόμων, ότι το επίδομα γάμου χορηγείται σε όλους τους μισθωτούς ανεξαρτήτως φύλου με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του ν. 1766/1988, με το οποίο κυρώθηκε το άρθρο 4 της από 26-1-1988 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.". Με την ως άνω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 της, από 14-5-2013, ΕΓΣΣΕ ορίστηκε ότι το επίδομα γάμου έχει θεσμικό (μη μισθολογικό) και καθολικό χαρακτήρα, προκειμένου τούτο να μην εμπίπτει στις προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 1876/1990, που ορίζουν αφενός ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας και αφετέρου ότι βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, που καθορίζονται από ΕΓΣΣΕ, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων. Δεδομένου, όμως, ότι το επίδομα γάμου περιλαμβάνεται αναμφιβόλως στους μισθολογικούς όρους εργασίας, καθόσον προσδιορίζεται σε ποσοστό επί του κατωτάτου ορίου του βασικού μισθού ή βασικού ημερομισθίου που ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα οικεία συλλογική σύμβαση, διαιτητική απόφαση ή άλλη διάταξη, όπως προελέχθη, και ειδικότερα αποτελεί "μισθό" κατά την έννοια του άρθρου 648 του ΑΚ, επιπλέον δε, είχε ήδη καταργηθεί από 14-5-2013 με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 της 6/28-2-2012 ΠΥΣ, η επαναφορά του με την ως άνω από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ, και μάλιστα υπό τη μορφή θεσμικού όρου, ισχύει μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν καταλαμβάνει τους λοιπούς εργαζόμενους. Από τα ως άνω εκτεθέντα προκύπτει ότι από 14-5-2013 και εφεξής το επίδομα γάμου δικαιούνται μόνον οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων στην, από 14-5-2013, ΕΓΣΣΕ εργοδοτικών οργανώσεων. Οι σχετικές ρυθμίσεις αφενός του άρθρου 2 της 6/28-2-2012 ΠΥΣ, που εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 και εντός του πλαισίου της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης, και αφετέρου του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 1876/1990, όπως αντικαταστάθηκε με την υπό στοιχ. 2.α διάταξη της υποπαραγράφου ΙΑ.11 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, δεν αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 21 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους", ούτε του άρθρου 16 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, αρχικού και αναθεωρημένου, που κυρώθηκαν με τους νόμους 1426/1984 και 4359/2016 αντιστοίχως και έχουν αυξημένη τυπική ισχύ κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζουν δε, ότι "Για πραγματοποίηση των απαραίτητων συνθηκών διαβίωσης που απαιτούνται για την πλήρη ανάπτυξη της οικογένειας που είναι βασικό κύτταρο της κοινωνίας, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προωθούν την οικονομική, νομική και κοινωνική προστασία της οικογενειακής ζωής, ιδίως με κοινωνικές και οικογενειακές παροχές, με φορολογικές διατάξεις, με ενθάρρυνση για την κατασκευή κατοικιών που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οικογένειας, με την ενίσχυση των νέων εστιών ή με κάθε άλλο κατάλληλο μέτρο" (αρχικός Χάρτης) και "Με σκοπό τη διασφάλιση των συνθηκών που απαιτούνται για την πλήρη ανάπτυξη της οικογένειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα Μέρη αναλαμβάνουν να προάγουν την οικονομική, νομική και κοινωνική προστασία της οικογενειακής ζωής με μέσα, όπως κοινωνικές και οικογενειακές παροχές, φορολογικές ρυθμίσεις, παροχή οικογενειακής στέγης, παροχές για τους νεόνυμφους, καθώς και άλλα κατάλληλα μέσα" (αναθεωρημένος Χάρτης). Και τούτο, διότι οι εν λόγω ρυθμίσεις θεσπίστηκαν στο πλαίσιο των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικών μέτρων προς αντιμετώπιση των εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών συνθηκών που αντιμετώπιζε η Χώρα από τις αρχές του έτους 2010 και οι οποίες είχαν ως συνέπεια την προσφυγή αυτής στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Κατά την έννοια του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 68/2022, ΑΠ 64/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 16 του Ν. 435/1976, 2 του Ν. 1766/1988, παρ. 2 της 10/1976 ΔΑ, 4 της από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ, 680 ΑΚ, 7 του Ν. 1876/1990, 1 της από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ, 21 του Συντάγματος, 16 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, αρχικού και Αναθεωρημένου, που κυρώθηκαν με τους νόμους 1426/1984 και 4359/2016 αντιστοίχως, της υποπαραγράφου ΙΑ.11 παρ. 3 περ. ε' του Ν. 4093/2012, 2 της ΠΥΣ 6/28-2-2012 και 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την εν λόγω απόφασή του δέχθηκε μετά από ανάπτυξη των νομικών σκέψεών του, τα εξής: "... Με το μόνο λόγο έφεσής τους, οι εκκαλούντες βάλλουν κατά της εκκαλουμένης, ισχυριζόμενοι ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με το να δεχθεί ότι με το ν. 4093/2012 οι ενάγοντες δεν δικαιούνται από την 16.05.2013 και εντεύθεν επίδομα γάμου καθ' όσον τούτο έχει καταργηθεί. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με το να δεχθεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι πλέον, μετά τη θέσπιση του ν. 4093/2012 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 2 της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 6/28.02.2012 "Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012", η οποία μάλιστα αναφέρεται ρητώς και στις Διαιτητικές Αποφάσεις, με τη μνεία ότι οι διατάξεις που αφορούν στους κανονιστικούς όρους των ΣΣΕ αφορούν και σε αυτές, και την από 14.05.2013 ΕΓΣΣΕ, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται επίδομα γάμου, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο συναφής λόγος έφεσης να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της." Με τις ανωτέρω παραδοχές της και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 16 του Ν. 435/1976, 2 του Ν. 1766/1988, παρ. 2 της 10/1976 ΔΑ, 4 της από 10-3-1989 ΕΓΣΣΕ, 680 ΑΚ, 7 του Ν. 1876/1990, 1 της από 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ, 21 του Συντάγματος, 16 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, αρχικού και Αναθεωρημένου, που κυρώθηκαν με τους νόμους 1426/1984 και 4359/2016 αντιστοίχως, της υποπαραγράφου ΙΑ.11 παρ. 3 περ. ε' του Ν. 4093/2012, 2 της ΠΥΣ 6/28-2-2012 και 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012, καθώς και εκείνες του κεφαλαίου Ε' παρ. 29 του Παραρτήματος V1 του ίδιου νόμου, 2 της ΠΥΣ 6/28-2-2012, 8 παρ. 1 του Ν. 1876/1990 όπως αντικαταστάθηκε με την υπό στοιχ. 2.α διάταξη της υποπαραγράφου ΙΑ.11 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, καθώς και τις διατάξεις των από 10-3-1989, 15-7-2010 και 14-5-2013 ΕΓΣΣΕ.
Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ν.Π.Δ.Δ., που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματός του(άρθρα 176, 180 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθεσης 2161/7/ 2022 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθ. 8197/2021 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2023.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ