Αποχώρηση με την συγκατάθεση του εργοδότου-Νόμιμος εκπρόσωπος ΑΕ - Αρείου Πάγου 64/2023

(...) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955*, "μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2112/1920 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενο όριο ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεος της υπό του ν. 2112/1920 , ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, βάσει του Β.Δ. της 16/18.7.1920, οριζομένης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, υπολογιζομένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος.". Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η οποία συνεχίζει να ισχύει είναι : α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου, του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη. Εφ’ όσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, του Ν. 2112/1920  (ΑΠ 1314/2008, 1804/2008). Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι - μεταξύ άλλων - και η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή συναγόμενη εμμέσως από την συμπεριφορά του εργοδότη εν όψει και των πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένης περιπτώσεως, αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 290/2015, 1318/2015). Έτσι, η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να δοθεί εγγράφως ή προφορικώς, ακόμη και σιωπηρώς, εφ` όσον προκύπτει σαφώς, πράγμα που συμβαίνει όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού (ΑΠ 1436/2018,  311/2017, 426/2016, 170/2013, 426/2016).
Βλ. ήδη άρθρο 325 του Π.Δ. 80/2022

 

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του Ν. 2190/1920 "Περί Ανωνύμων Εταιρειών" ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας. Ειδικότερα ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της Α.Ε. ενεργώντας συλλογικά, την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα (τρίτοι) μπορούν να εκπροσωπήσουν την εταιρεία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Κατά το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη των σκοπών της και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει θέματα στα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη της εταιρείας ή από τρίτους. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ., συνάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρεία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της (εκτός από τις υπαγόμενες κατά το καταστατικό στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης), μη όντας απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό από αυτήν, αλλά όργανό της. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή εκείνος που ενεργεί ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Ο δεσμός του με την εταιρεία είναι αυτός του Δ.Σ. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία ή ανακοινώνει σχετική δήλωση βούλησης του νομικού προσώπου, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσεώς του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ` εντολή ή κατ` ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση, ότι έχει ανατεθεί σ` αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη ενέργεια.

Δείτε Επίσης