(...) Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. Α.Κ. και 6 Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεώς του προς αυτές. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 Α.Κ. σύμβαση μίσθωσης έργου (επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας), κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μισθώσεως έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Ο χαρακτηρισμός της συμβατικής σχέσης γίνεται από το δικαστήριο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, για να κριθεί -ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται τα συμβαλλόμενα μέρη (Ολομ. Α.Π. 18/2006).
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 & 3 του Ν. 2112/20, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί “είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον... Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”. Από τις διατάξεις αυτές, πρωτοποριακές για την εποχή τους, με τις οποίες από τότε επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας ή έργου που υποκρύπτουν σχέση εξαρτημένης εργασίας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων, ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως (Ολομ. Α.Π. 20/2007). Ακόμη, δυνάμει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (Α.Κ. 361), οι συμβαλλόμενοι δύνανται να διαμορφώσουν πολυπρόσωπη ενοχική σχέση και τις απορρέουσες από αυτήν ειδικότερες ενοχές ελευθέρως. Τούτο ευρίσκει εφαρμογή και στο πεδίο του εργατικού δικαίου, επί των ατομικών εργασιακών σχέσεων, όπου, βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι δυνατή η ύπαρξη σχέσης εργασίας με περισσότερες επί μέρους εταιρίες, που απασχολούν το μισθωτό ως συνεργοδότριες και ευθύνονται απέναντί του για την πληρωμή του μισθού του, στις περιπτώσεις ιδίως εταιριών, που ενώ είναι αυτοτελή νομικά πρόσωπα, συνδέονται μεταξύ τους με κοινά οικονομικά συμφέροντα, κοινή διεύθυνση και έδρα, κοινή οικονομική πολιτική και χρηματοδότηση κ.λπ. (Α.Π. 413/2017, Α.Π. 454/2006).