(...) Κατά το άρθρο 5 § 3 εδ. α’ του ν. 3198/55, η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/20 και 669 ΑΚ, θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Ως χρόνος καταβολής της αποζημίωσης ορίζεται με την ρητή διάταξη του άρθρου 74 παρ. 3 του Ν. 3863/2010(παρ. 27) η ημέρα της λύσης της συμβάσεως κατά το μέρος της αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο [2] μηνών στην περίπτωση που η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμιά από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο [2] μηνών , εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπληρώσεως διμήνου από την απόλυση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται σαφώς, ότι, εάν δεν καταβληθεί η αποζημίωση ή το μέχρι των αποδοχών δύο [2] μηνών μέρος της, κατά περίπτωση, την ίδια ημέρα με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας στον απολυόμενο μισθωτό, η καταγγελία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται από τη μεταγενέστερη καταβολή της αποζημίωσης. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ακόμη ότι η καταβολή της αποζημίωσης πρέπει να είναι πραγματική, και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, σε περίπτωση όμως άρνησης του μισθωτού να την εισπράξει, οφείλει ο εργοδότης να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της μέσα σε εύλογο χρόνο από την ατελεσφόρητη προσφορά, ώστε να αποτρέψει τη ακυρότητα (παρ. 28).
Ο προσδιορισμός του εύλογου χρόνου στην προαναφερόμενη περίπτωση είναι συνάρτηση των κρατούντων συναλλακτικών ηθών (ο ελάχιστος κατά κανόνα για τη συντέλεση των απαιτούμενων διατυπώσεων), και των συντρεχόντων σε κάθε περίπτωση περιστατικών, όπως συμπεριφορά του εργαζομένου, η οποία να δικαιολογεί την κατάθεση κ.λπ. (ΑΠ 105/2009, 98/2008). Με τη δημόσια αυτή κατάθεση, όπως προκύπτει από τα άρθρα 427, 431 και 434 ΑΚ, της οφειλομένης χρηματικής παροχής, επέρχεται απόσβεση της ενοχής, σαν να είχε γίνει, κατά τον χρόνο της κατάθεσης, καταβολή από τον οφειλέτη, όταν συντρέχει μία από περιπτώσεις που αναφέρει ο νόμος και που επιτρέπουν την δημόσια κατάθεση και δη, μεταξύ άλλων, όταν ο δανειστής έγινε υπερήμερος σύμφωνα με το άρθ. 349 ΑΚ (ΑΠ 113/2012), εάν δηλ. δεν αποδέχεται την προσφερομένη παροχή, εφόσον η προσφορά είναι πραγματική και προσήκουσα, ήτοι η παροχή είναι κατά ποσότητα η οφειλομένη και προσφέρεται στον κατάλληλο τόπο και χρόνο, τέτοιος δε τόπος είναι, όπως συνάγεται από τα άρθρα 320 - 322 ΑΚ, επί χρηματικής παροχής από σύμβαση, εκείνος που έχει την κατοικία του ο δανειστής κατά τον χρόνο καταβολής ή την επαγγελματική του εγκατάσταση, αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματός του (ΑΠ 1123/2013, 105/2009, 98/2008). Aκόμη, η πληρωμή της αποζημιώσεως γίνεται με μετρητά, δεν αποκλείεται όμως και η πληρωμή με χρηματόγραφα, εφόσον αυτά αποτελούν όργανα πληρωμής που αναπληρώνουν το χρήμα. Τέτοιο όργανο πληρωμής είναι και η τραπεζική επιταγή και συνεπώς η προσφορά επιταγής για την πληρωμή της αποζημιώσεως πρέπει να θεωρηθεί πραγματική και προσήκουσα, παρά το γεγονός ότι η χορήγηση της επιταγής δεν συνιστά καθεαυτή καταβολή. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το εάν η προσφορά πληρωμής της αποζημιώσεως με τραπεζική επιταγή είναι πραγματική και προσήκουσα κρίνεται κατά το άρθρο 288 ΑΚ, σύμφωνα με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 457/2005, 1123/ 2013).