Το Επίδομα γάμου της ΕΓΣΣΕ, δεν χορηγείται μετά από τη λήξη της ΕΓΣΣΕ του έτους 20113 - Αρείου Πάγου 1212/2022

Με το νόμο 4093/2012 καθορίστηκε νέο σύστημα διαμόρφωσης νομοθετικά κατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα όλης της χώρας, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1.4.2013 (άρθρο πρώτο Υποπ. ΙΑ- 11.3), ενώ με το ίδιο άρθρο του ίδιου νόμου Υποπ. ΙΑ- 11.2, με το οποίο αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 Ν. 1876/90, ορίστηκε ότι οι ΕΓΣΣΕ καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. Ο κατά τα άνω κατώτατος μισθός προσαυξάνεται με τις προβλεπόμενες στο νόμο προσαυξήσεις τριετιών (άρθρο πρώτο Υποπ. ΙΑ 11. 3γ του ίδιου ως άνω νόμου) και καταβάλλονται σε εργαζόμενο με προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε ειδικότητα, για μεν τους εργατοτεχνίτες μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, για δε τους υπαλλήλους μετά την συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας τους και ισχύουν για την συμπληρωθείσα υπηρεσία την 14.2.2012. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 της 6/2012 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), η οποία εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 και εντός του πλαισίου της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (Ολ. Σ.τ.Ε. 2307/2014), «από 14.4.2012 και μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί κάτω του 10%, αναστέλλονται οι διατάξεις νόμων, ΣΣΕ ή ΔΑ, που προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, περιλαμβανομένων και εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας, όπως ενδεικτικά το επίδομα πολυετίας, το επίδομα χρόνου εργασίας, το επίδομα τριετίας και το επίδομα πενταετίας. Για την εφαρμογή του προηγουμένου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του εθνικού ποσοστού ανεργίας των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων, όπως αυτός αποτυπώνεται στην Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛ.ΣΤΑΤ., με την δε Υποπ. ΙΑ 11 περ. 3. στ του ίδιου ως άνω νόμου 4093/2012 ορίζεται ότι «Έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10% αναστέλλεται η προσαύξηση του νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για προϋπηρεσία που συμπληρώνεται μετά την 14.2.2012.» 

[…] Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι με την έκδοση της ΠΥΣ 6/2012 (και σε αντίθεση προς τα μέχρι τότε ισχύοντα με τις καταργούμενες διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/90), η λεγόμενη «μετενέργεια» των ΣΣΕ, ήτοι η παράταση της ισχύος κανονιστικών όρων μετά τη λήξη της χρονικής διάρκειας ή την καταγγελία της ΣΣΕ, στην οποία περιέχονται, περιορίσθηκε ως προς τη διάρκεια και το περιεχόμενο. Ειδικότερα, προκειμένου για ΣΣΕ που είχαν λήξει ή καταγγελθεί πριν από την ισχύ του εξουσιοδοτικού (ως προς την έκδοση της ΠΥΣ) Ν. 4046/2012, η οποία άρχισε την 14-2-2012, ορίσθηκε ότι η «μετενέργεια» ισχύει (γενικώς) μόνο για ένα τρίμηνο και ότι μετά την πάροδο του τριμήνου αυτού περιορίζεται (ειδικώς) μόνο στους κανονιστικούς όρους που αναφέρονται στο βασικό μισθό (ή ημερομίσθιο) και σε τέσσερα (μόνο) επιδόματα, τα οποία κατονομάζονται περιοριστικά και προσδιορίζονται ως «ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας». Οπότε, κατά ρητή πρόβλεψη του νέου νόμου (τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ), οι ατομικές συμβάσεις εργασίας «προσαρμόζονται», για το μέλλον, στις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, ήτοι περιλαμβάνουν μόνο τους ως άνω κανονιστικούς όρους που συνεχίζουν να «μετενεργούν» και όχι τους υπόλοιπους. Μάλιστα, η προσαρμογή αυτή είναι επιτρεπτό να επέλθει μονομερώς, με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη, σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Τέλος, λόγω της γενικότητας που υπάρχει στη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ, τα προαναφερθέντα ισχύουν για όλες τις ΣΣΕ που είχαν λήξει ή καταγγελθεί πριν από την ισχύ του Ν. 4046/2012, ήτοι και γι` αυτές των οποίων οι κανονιστικοί όροι, σύμφωνα με την ήδη καταργηθείσα παρ. 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/90, είχε θεωρηθεί ότι «μετά την πάροδο εξαμήνου» από τη λήξη ή την καταγγελία «εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας». Η ερμηνεία αυτή συνάγεται από τον ορισμό του τετάρτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ, περί μονομερούς «προσαρμογής» των ατομικών συμβάσεων στο νέο δίκαιο, ήτοι τροποποίησης αυτών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου (Α.Π. 904/2020, 174/2019, 876/2018, 1335/2018).

Δείτε Επίσης