Χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους - Αρείου Πάγου 1210/2022

[…] Κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 61 του Ν. 4139/2013, αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο». Έννομη συνέπεια της υπερημερίας του οφειλέτη χρηματικής οφειλής, εκτός των άλλων, είναι και το, κατά το άρθρο 345 εδ. α’ Α.Κ., δικαίωμα του δανειστή να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, χωρίς να αποδείξει ζημία. Ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, αναγνωρίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 342 Α.Κ., η έλλειψη υπαιτιότητάς του, που θεμελιώνει ένσταση καταλυτική της αγωγικής αξίωσης, την οποία οφείλει ο οφειλέτης να επικαλεσθεί και αποδείξει, οπότε θα θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερημερία (Α.Π. 485/2020, 1951/2017, 1623/2014, 352/2011).


Επίσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αριθμ. 6 και 17 Α.Κ., σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των υπηρετών και εργατών για την πληρωμή των μισθών τους ή άλλων αμοιβών καθώς και οι αξιώσεις κάθε είδους μισθών, ενώ κατά το άρθρο 253 του ίδιου Κώδικα η παραγραφή των πιο πάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 260 Α.Κ., η παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την αναγνώριση αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στο δανειστή, από την οποία προκύπτει ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξίωσης του τελευταίου, θεωρεί αυτή ότι υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αναγνώριση της αξίωσης, για να επιφέρει αποτελέσματα, δηλαδή διακοπή της παραγραφής, πρέπει να γίνει πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 261 του ίδιου Κώδικα, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Η διακοπή επέρχεται όχι μόνον όταν εισαχθεί στο δικαστήριο η διαφορά για την ικανοποίηση της συγκεκριμένης αξιώσεως, αλλά και όταν άλλο δικαστήριο, κρίνοντας επί διαφορετικού αντικειμένου, επιλύσει αρμοδίως το ζήτημα που αποτελεί τη βάση ή την προϋπόθεση της αξιώσεως ή όταν η παρεμπίπτουσα έρευνά του θα ήταν αναγκαία για την επίλυση της αναφερόμενης στην αξίωση διαφοράς (πρβλ Ολ. Α.Π. 1327/1986), υπό την προϋπόθεση ότι στις δύο δίκες υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, καθόσον η υποβολή της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο αποτελεί διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, όταν ασκείται από τον δανειστή κατά του οφειλέτη της ένδικης αξιώσεως. Αν, αντίθετα, στη δίκη ενώπιον του άλλου δικαστηρίου δεν υπήρξε διάδικος ο φορέας της υποχρεώσεως (οφειλέτης), αλλά τρίτος, δεν επέρχεται διακοπή της παραγραφής. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 269 παρ. 1 Α.Κ. προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι η υποβολή της διαφοράς που αναφέρεται στην αξίωση σε Διοικητική Αρχή διακόπτει την παραγραφή, εφόσον η Διοικητική Αρχή είναι αρμόδια για την επίλυσή της. Αυτό συμβαίνει όταν η Διοικητική Αρχή είναι αρμόδια προς επίλυση ζητήματος αποτελούντος τη βάση ή την προϋπόθεση της διαφοράς ή είναι αρμοδία προς επίλυση ζητήματος για την έρευνα του οποίου είναι αναγκαίο να επιλυθεί παρεμπιπτόντως η διαφορά (Ολ. Α.Π. 677/1977, Α.Π. 124/2020, 666/2018).

Δείτε Επίσης