Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ, ο μισθός, που ως τέτοιος θεωρείται το αντάλλαγμα που δίνει ή οφείλει να δώσει ο εργοδότης στο μισθωτό του από την παρασχεθείσα εργασία, διακρίνεται σε συμβατικό, που είναι αυτός που συμφωνείται με τη σύμβαση, νόμιμο που είναι αυτός που καθορίζεται από το νόμο ή από κανονιστική διάταξη ΣΣΕ ή ΔΑ ή Κανονισμού νομοθετικής ισχύος ή Υπουργικής αποφάσεως κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, και συνηθισμένο, που οφείλεται όταν δεν έχει συμφωνηθεί με τη σύμβαση εργασίας και δεν προβλέπεται νόμιμος από ισχύουσα κανονιστική ή νομοθετική διάταξη και είναι αυτός που συνήθως καταβάλλουν άλλοι εργοδότες για την ίδια εργασία σε εργαζόμενους με την ίδια ειδικότητα, τα ίδια προσόντα και ηλικία, στον ίδιο τόπο και με τις ίδιες συνθήκες. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 659 Α.Κ., προκύπτει η υποχρέωση των μισθωτών, να παρέχουν κατ' αρχήν τη συμφωνημένη εργασία ή αυτή που προβλέπεται από το νόμο. Το είδος της εργασίας καθορίζεται από την επαγγελματική ειδικότητα του μισθωτού, βάσει της οποίας καταρτίσθηκε η σύμβαση εργασίας. Αν, όμως, ανακύψει ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος υποχρεούται να την παράσχει και να λάβει συμπληρωματική αμοιβή, που κανονίζεται ανάλογα με τον συμφωνημένο μισθό και τις ειδικές περιστάσεις, που συντρέχουν. Η πρόσθετη εργασία, μπορεί να παρασχεθεί είτε μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια εργασίας είτε εκτός των ορίων αυτών (ΑΠ 84/2009).
Περαιτέρω με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ, η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίστηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του νόμου 1346/83. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του Ν. 435/76, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία αλλά η ημερησία εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως υπό καθεστώς εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή πέραν των εννέα (9) ωρών ημερησίως για όσους απασχολούνται επί πέντε ημέρες την εβδομάδα, έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερησίας υπερωρίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την μη πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ιδίας εβδομαδιαίας περιόδου. Εφαρμόζεται δε η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3385/2005, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, με την οποία ορίζεται ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία), ενώ διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο ημερήσιας απασχολήσεως. Ως ημερήσια εργασία λογίζεται η παρεχόμενη μέσα στην αυτή ημέρα, κατά το πολιτικό ημερολόγιο, δηλαδή το διάστημα των 24 ωρών από μεσάνυχτα σε μεσάνυχτα (ΑΠ 101/2008).(παρ. 5) Τέλος, με το Ν. 3863/2010, άρθρο 74 παρ. 10*, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 76, αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 15.7.2010 (ΦΕΚ 115/ 15.7.2010, τ. Α) η προσαύξηση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου για την κατ' εξαίρεση υπερωριακή εργασία μειώθηκε από 100% σε 80% και η προσαύξηση για την υπερεργασία από 25% σε 20%. (...)
Βλ. ήδη άρθρο 184 του Π.Δ. 80/2022